Τετάρτη 29 Μαρτίου 2006

[Προσφυγιές]

"[...]

«Τι σκέφτεσαι, Λίλχεν» (ή κάπως έτσι).
«Πώς με είπες;»
«Μικρή Λίλα. Diminutive.»
«Δηλαδή;»
«Δηλαδή χαϊδευτικό, περίπου.»
«Α.»
«Λοιπόν;»
Πού να εξηγώ. «Αφαιρέθηκα… σκεφτόμουν τη θεία μου, αυτή με μεγάλωσε. Για μένα αυτή η γυναίκα είναι η Ελλάδα που ήξερα, ενσαρκώνει την Ελλάδα που ξέρω, της επαρχίας.»
«Ω.»
«Είχε μαγαζί στο κέντρο με εσώρουχα. Έκανε πολύ καλές δουλειές, κυρίως γιατί ένας άλλος που είχε παρόμοιο μαγαζί έπαιρνε μάτι τις πελάτισσές του, ή έτσι τουλάχιστον έλεγαν τα κομοτηναίικα όρνια. Και για να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους, όταν έπεσε η μεγάλη κρίση πριν κάτι αιώνες, ο πατέρας μου, που ως δικηγόρος δεν πεινάει ποτέ, τής ξεχρέωσε κάτι φέσια με φούντα… Η θεία μου δεν ήξερε να μαγειρεύει καλά, η γιαγιά μου είναι επί των γαστρονομικών. Ήταν όμως δεινή παίκτρια.»
«Σε τι άθλημα;»
«Κουμκάν.»
«Τι είναι αυτό πάλι;»
«Χαρτοπαίγνιο. Για κυρίες. Παίζεις λεφτά.»
«Μάλιστα.»
«Φοράει κάθε Τετάρτη και Παρασκευή κάτι λουλουδάτα φορέματα, φοράει τις πέρλες ή την χρυσή καρφίτσα, κάτσε όχι, αυτή τη φοράει με τα μονόχρωμα στην εκκλησία την Κυριακή, και παίρνει την τσάντα με τον προϋπολογισμό αφρικανικής χώρας (κρύο χιούμορ του αδερφού της). Παίζουνε γύρω από ένα τραπέζι με ένα πράσινο ύφασμα, don’t know the word in English, και καπνίζουν αμίλητοι, σαν βαλσαμωμένοι. Παίζουνε με τέμπο και νεύρο. Βασικά μια φορά τους έχω δει, δε γουστάρουνε περισπάσεις και ηλίθια σχόλια του τύπου ‘μα καλά, δεν βαριέστε;’ από τρίτους. Το άλλο πράγμα που κάνει η θεία μου είναι να τρέχει με τις κυρίες της Μητρόπολης σε διάφορες φιλανθρωπίες.»
«Όταν κερδίζει;»
«Όχι, πάντα. Τρέφουνε φτωχές οικογένειες – πριν κάτι χρόνια αποφάσισαν να συμπεριλάβουν και Τούρκους, Μουσουλμάνους εν πάση περιπτώσει, και την έβγαλαν όλα τα κανάλια, και στην Αθήνα.»
«Α, είναι επικεφαλής;»
«Όχι, έχει λέγειν σαν τον αδερφό της. Τέλος πάντων, ανοικοδομούν εκκλησίες, βρίσκουνε δουλειές σε μετανοούσες και κακοπληρωμένες βουλγάρες μπαρόβιες και στριπτιζούδες, μοιράζουνε γεύματα, ντύνουν παιδάκια, ανακαινίζουν μοναστήρια, κινούν αγωγές κατά των Γιεχωβάδων, ταχυδρομούνε βοήθεια σε πληγείσες χώρες, μοιράζουνε φυλλάδια κατά των εχθρών της Ελλάδας και της Εκκλησίας, φιλοξενούν άπορους Ουκρανούς και Σλοβάκους φοιτητές της Θεολογίας Θεσσαλονίκης που λένε να πάνε στα μέρη μας για προσκύνημα να ξεσκάσουν – αυτά. Από το δωμάτιο ξένων του πατέρα μου έχει περάσει όλο το Παραπέτασμα, που λέει κι εκείνος…»
«Γιατί σαρκάζεις; Όποια κι αν είναι τα κίνητρα αυτών των κυριών, ωφελούνε και βοηθάνε κόσμο.»
«Καλά ντε, εντάξει.»
Παύση.
«Λεφτά έχει ο πατέρας μου, όχι εγώ. Με υποτροφία ήρθα εδώ. Και δεν μού φτάνει κιόλας»
«Οκέι.»
Μετά τον πιάσανε κάτι τρανταχτά γέλια που αντιλάλησε το ντεσεβώ, λες και το δονούσε καρ στέρεο.
«Όταν μού είπες πως η θεία σου γυναίκα συμβολίζει την Ελλάδα, περίμενα άλλα. Περίμενα να μού πεις τίποτε για αρχαίες πέτρες και καμμιά μαυροφορεμένη χήρα, κυπαρίσσια κι ερείπια που χαϊδεύει το τραχύ ελληνικό φως. Ή κάτι τέτοιο.»
«Ωχ καημένε… Πάντως δεν μπορείς να χηρέψεις αν δεν παντρευτείς. Κι αυτή δεν ήθελε να πάρει κανέναν: όλοι οι γαμπροί της Κομοτηνής ήταν ή καπνοκαλλιεργητές ή εμπορίσκοι ή γύφτοι.»
«Από πού είναι η οικογένεια σου;»
«Πρόσφυγες από την Μικρά Ασία.»
«Πρόσφυγες; Πότε;»
«Το 1923.»
«Α, πριν από πολύ καιρό.»
«Ε, ναι… καλά, άσε, μεγάλη ιστορία, μην το ψάχνεις…»

[...]

Τέλος πάντων. Γιατί φλομώνω τον έρμο τον ξένο τον καλό με ιστορίες για πρόσφυγες με ανταλλαγές πληθυσμών και τους φίλους μας τους Τούρκους; Άνοιξε το ραδιόφωνο όπου μια κότα έσκουζε στα λατινικά, pax sincera, κι έτσι. Προσφυγιές και μιζέριες με τους Βούλγαρους και τον μουστάκια Πλαστήρα, κι ο Κεμάλ από της Ανατολής τα μέρη, τι δουλειά έχουν οι Βόρειοι, οι οικοδόμοι της ευρωπαϊκής ενότητας, με όλο αυτό το τσίρκο; Έρχονται στο Λονδίνο και κάνουν διδακτορικά και κλείνονται σε ποντικοδωμάτια ψάχνοντας από πού έρχεται η γνώση και για πλατωνικά αρχέτυπα, ενώ εμείς κουνιόμαστε για τοπική υπερδύναμη αλλά στο παραμικρό βγάζουμε παντιέρα την επαρχιώτικη μοναδικότητά μας και την καθ’ ημάς Αναντολού.
«Και οι παππούδες μου από την πλευρά της μητέρας μου ήταν πρόσφυγες. Κομμουνιστές βαμμένοι, έφυγαν ωστόσο πιτσιρικάδες από την Πολωνία μαζί με τους υπόλοιπους Γερμανούς το ’45, από την Πομερανία συγκεκριμένα, και βρέθηκαν στη Λειψία. Σε πέντε χρόνια αυτομόλησαν τρέχοντας στη Δύση και, παρότι ήτανε κοντοχωριανοί πίσω στην ‘πατρίδα’, μεταξύ τους γνωρίστηκαν στον σταθμό του Μονάχου.»
Μάλιστα. «Κατάλαβα. Κι από κει είναι η μάνα σου; Βαυαρέζα;»
«Ναι. Μισή άνθρωπος, μισή Αυστριακή.»

[...]"

GatheRate

Δευτέρα 27 Μαρτίου 2006

Σραοσικό δράμα

ΣΑΒΒΟΠΟΥΛΟΣ (από τα παρασκήνια): Όταν ήμουν παιδί (είχα βρει ένα σκύλο).

[Exit.]

SRAOSHA: Πάμε πάλι.

[Exit. Re-enter]

Όταν ήμουν φέρελπις νέος βρέθηκα στο Έσσεξ. Το Έσσεξ είναι αυτό με το οποίο έπλεναν οι δύσκολες στον καιρό μου. Έκτοτε, είναι γραμμένο στα άστρα να με κυνηγάει.

Όταν πρωτοείδα το χλοερό κάμπους του Έσσεξ, εκ Λονδίνου ορμώμενος μετά δυνάμεως και δόξης πολλής (λέμε τώρα), αναγούλιασα. "Τι στο διάλα είναι δω;", είπα. Γκέτο ήταν. Όταν πολλά πολλά χρόνια αργότερα πρωτοπάτησα το πόδι μου στο αεροδρόμιο της Λάρνακας έμπηξα τα κλάματα.

ΧΟΡΟΣ
(κορυφαία: Λαίδη Άντζυ)
Και στις δύο περιπτώσεις
(που δεν ήσαντε συμπτώσεις)
οι πρώτες σου οι εντυπώσεις
-- όπως και να το διατυπώσεις --
ήντουσαν ορθές.

SRAOSHA: Πέρασα έξι χρόνια πίκρα(ς) στο Έσσεξ. Στο Έσσεξ είχε τότε επι συνόλου 5000 φοιτητών 1200 Έλληνες και Ελληνοκύπριους. Η πολυάριθμη αυτή ολοζώντανη μικρο-ομογένεια αναπαρήγε άψογα τις πολεμικές και άλλες αρετές των Ελλήνων, ήτοι:

[Καπνοί. Ήχοι βόθρου. Φωτιές. Θειαφίλα.]
Ψωνάρα και καβάλημα (γίγνονται παίδες δύο).

[Καπνοί. Ήχοι βόθρου. Φωτιές. Θειαφίλα.]
Πελώρια κουτοπονηριά -- "μαλάκες που 'ν' οι Άγγλοι".

[Καπνοί. Ήχοι βόθρου. Φωτιές. Θειαφίλα.]
Αναίτιες διχόνοιες, μικρόνοη φιλαρχία.

[Καπνοί. Ήχοι βόθρου. Φωτιές. Θειαφίλα.]
Αγένεια, σπουδαιοφάνεια -- "εγώ τα ξέρω όλα"

Ατέλειωτη ακολουθία περιστατικών, η ζωοπανήγυρη της ταπιρίλας, με πρωτοπαλλήκαρα κάτι επονείδιστα βρωμόπαιδα που πούλαγαν μυαλό και αρχίδια. Είδα, λόγου χάρη, ευγενέστατο παλαιστίνιο σε στάση λεωφορείου να υφίσταται δύο μαλακομπουκώματα με μπουφανάκια Toggs Unlimited (ναι, για τέτοιες εποχές μιλάμε) επί τριανταπέντε λεπτά (καλύτερα να περιμένεις καύσωνα στην αγγλική επαρχία παρά λεωφορείο), να τον βάζουνε να επαναλαμβάνει στοιχειώδεις προστυχουλιές στα ελληνικά, π.χ. Είμαι μαλάκας, τον παίρνω, η μάνα μου... κτλ., νομίζοντας τα ζαγάρια πως ο άνθρωπος δεν καταλάβαινε τι γινόταν (αρκεί να τον κοιτούσανε στα μάτια, πλην όμως ήσαν Έλληνες). Και γελούσαν. Από πού βγήκαν; Σήμερα πρέπει να είναι στελεχάρες πια, με σπουδές στην Αγγλία.

Απέφευγα λοιπόν τους Έλληνες σαν το χτικιό αυτοπροσώπως. Έτσι πέρασα έξι χρόνια στο Έσσεξ. Και πέρασα καλά, σε σχέση με πώς θα τα πέρναγα αλλιώς (δηλαδή μαζί τους).

ΧΟΡΟΣ
(κορυφαία: Λαίδη Άντζυ)
Bleu, bleu
l'amour est bleu.
Τι θες να πεις τώρα κι εσύ
αυτιά μου καθοδηγητή,
Σραόσα, που όλα τα ακούς
φορώντας επαφής φακούς
μαύρους κι άραχλους;

SRAOSHA: Εννοώ τα εξής (ακολουθεί λίστα, κατά την προσφιλή μου μέθοδο):

  1. Στην μπλογκοκοινωνία έχουμε συμπύκνωση των εθνικών ελαττωμάτων μας (βλέπε άνωθι, βαριέμαι να επαναλαμβάνω τα ειδικά εφέ). Εννοώ πως υπάρχουν μασκοφόρα ζουλάπια που θεωρούνε σκόπιμο να μπινελικώνουνε την Ψιλικατζού. Γιατί; Γιατί είναι Έλληνες. Και, φυσικά, γιατί μπορούν. Επίσης, προς όσους θάβετε τον Νίκο Δήμου. Αγαπημένα μου παιδιά, όταν ο Δήμου έλεγε μερικά δυσάρεστα πλην, κανονικά, αυτονόητα πραγματάκια, οι περισσότεροι από εσάς στρογγυλοκαθόσασταν στις ωοθήκες της μάνας σας. Ο άνθρωπος έγινε διάσημος για τις απόψεις του, ούτε για τις γάτες του, ούτε για τις φωτογραφίες του, ούτε καν για τις διαφημίσεις του (τουλάχιστον ως "Νίκος Δήμου"). Έχει ένα μπλογκ. Δεν είναι φυσικό το κάθε Ελληνόπουλο, που διψάει για το παλκοσένικο, να θέλει να δει τις σκέψεις του σχολιασμένες από έναν τέτοιο άνθρωπο; Φταίει ο Δήμου που κάθεται και ασχολείται μαζί τους; Είναι θέμα γνώμης. Όμως, ακριβώς το πώς και πόσο (δηλ. λίγο μίζερα, λίγο ζηλόφθονα και πολύ άκομψα) ασχολείται ο μπλογκόκοσμος με το μπλογκ ενός ανθρώπου άνω των 65 με τα 526 σχόλια ανά ποστ δίνει το μέτρο της κοινωνικής ψυχοπαθολογίας μας. Σημαίνει αυτό πως συμφωνώ με αυτά που γράφει ο Δήμου (ο Τσαγκαρουσιάνος, ο Αντώναρος, ο Πρετεντέρης, η Τριανταφύλλου, ο Γεωργελές, ο Τάλως); Ε, όχι (πάντα). Που μας φέρνει στο βου.
  2. Δε μ' αρέσει το μπλογκ του Χοιροβοσκού, συνήθως διαφωνώ μαζί του και δεν το πολυδιαβάζω. Γι' αυτό δε θα το βρείτε εδώ αριστερά, επειδή ό,τι βλέπετε εδώ αριστερά συνήθως το συνιστούμε ολόψυχα -- ό,τι δε βλέπετε είτε συνήθως το συνιστούμε απλώς, είτε δεν το συνιστουμε καθόλου. Ωστόσο, εκτιμιόμαστε τόσο πολύ με τον Χοιροβοσκό ώστε να ανταλλάσουμε 2-3 μηνύματα την ημέρα. Θα συμφωνήσω δηλαδή μαζί του πως πάνω από τις απόψεις είναι οι άνθρωποι. Επίσης θα συμφωνήσω πως πρέπει να αφήσουμε τον καθένα να κάνει το κομμάτι του. Αν δε μας αρέσει, ας μην το διαβάζουμε. Ασιχτίρι πια, αρκετό odium theologicum έχει αυτός ο κόσμος.
  3. Ωραίο ποστάκι του Τάλω το πρόσφατο.
  4. Θα ακολουθήσω καθυστερημένα τη συμβουλή του Γ. Στρατή (βλέπε αριστερά), μεταφρασμένη στην τοπική μου διάλεκτο: Άμα μου έρχεται όρεξη να το ρίξω στο μεταμπλόγκινγκ, κλείνω τον υπολογιστή.

GatheRate

Τρίτη 7 Μαρτίου 2006

Η ωλένη, οστούν του κρανίου

Η λεγόμενη 'ζούγκλα' των μπλογκ, μάλλον φέρνει περισότερο προς τη λεγόμενη 'ζούγκλα των πόλεων' παρά προς κάποια άναρχη κατάφυτη λόχμη όπου σε κεντούν αράχνες στο μέγεθος πιατέλας και μετά σε τρώνε οι λεοπαρδάλεις. Δηλαδή, στις μεγάλες πόλεις, ο καθένας μας εκ των πραγμάτων αναγκάζεται να στήσει ένα δίκτυο γνωριμιών με ανθρώπους που ο ίδιος επιλέγει να κάνει παρέα, και δε συναναστρέφεται απαραίτητα (μόνον) όποιον μένει δίπλα ή απέναντί του. Γι' αυτό στις μεγάλες πόλεις, άμα διαλέξεις τις παρέες σου, περνάς καλά. Φυσικά, ο καθένας έχει τις ασχολίες του, καμμιά φορά χάνονται λίγο οι φίλοι και οι γνωστοί μεταξύ τους, αλλά έτσι δεν είναι οι άνθρωποι; Φυσικά, όλο και κάποιος διαταραγμένος μπορεί να σου χτυπήσει το κουδούνι, όλο και κάποιος θα σε βρίσει τζάμπα, όλο και κάποιος άσχετος θα σου γδάρει το αμάξι. Αλλά αυτός δεν είναι λόγος να μη ζεις στην πόλη.

Παρομοιάζω λοιπόν την μπλογκοκοινωνία με μια πόλη, όπου ο καθένας φτιάχνει τις παρέες του. Δίνω έμφαση στο ότι άμα διαλέξεις σωστά τις παρέες σου, γενικά περνάς καλά. Γιατί τα λέω αυτά.

Όταν πρωτοξεκίνησα εδώ είχα μια φοβία ότι θα μου την πέσουν από παντού ψυχασθενείς και φασίστες. Ότι, λόγου χάρη, θα γεμίσει το ιμέιλ μου βρισίδια κι απειλές σαν κι αυτές που λάβαινα κάπου 8-9 χρόνια πριν, επειδή είχα ισχυριστεί δημοσία πως υπάρχουν παλιά αλβανικά και μακεδονικά τοπωνύμια στην Ελλάδα. Ο Τάλως με είχε καθησυχάσει. Δεν είναι έτσι στα μπλογκ, μου είχε πει. Είχε δίκιο.

Πρόσφατα έγραψα ένα ποστάκι εν είδει συγκρίσεως. Για τα ελληνικά δεδομένα, ήταν ελαφρώς εμπρηστικό (αν και σε μια κοινωνία όπου η κριτική σκέψη έχει εμπεδωθεί θα ήτανε μόνο στοιχειωδώς ενδιαφέρον και, τελικά, μάλλον μπανάλ). Η συζήτηση που επακολούθησε ήτανε πάρα πολύ ενδιαφέρουσα, έντονη αλλά κόσμια -- στο τέλος εγώ τουλάχιστον αισθάνομαι πως έμαθα και πέντε πράματα παραπάνω. Επιστρέφοντας στη μεταφορά της πόλης, ούτε μου άνοιξαν το διαμέρισμα, ούτε το αυτοκίνητο μου έκαψαν, ούτε μου σέρβιραν κηροζίνη για τζιν.

Για μένα η διαφορά διαφάνηκε πολύ έντονα λόγω συγκυριών: στην αρχή της προηγούμενης εβδομάδας έκανα το λάθος να γράψω ένα γράμμα σε (κανονική, έντυπη δηλαδή) εφημερίδα επισημαίνοντας κάποια σφάλματα σε ένα άρθρο της. Θα σας το πω πάλι με παραβολή:

Ας πούμε πως είμαι ορθοπαιδικός / ορθοπεδικός (πώς σιχτίρι πρέπει να γράφεται) και διαβάζω ένα άρθρο σε εφημερίδα για την ωλένη που μαζί με άλλα οστά απαρτίζει το κρανίο, για τους τέσσερις ιπποκρατικούς χυμούς και πώς ρυθμίζουνε τη συμπεριφορά και για το ότι το έλκος οφείλεται αποκλειστικά στο άγχος κι όχι σε παθογόνους μικροργανισμούς. Γράφω λοιπόν στην εφημερίδα αναιρώντας τα παραπάνω. Ο αρχισυντάκτης, ευγενέστατος, προωθεί το γράμμα μου στον υπαίτιο, αν και με ενημερώνει ότι δεν μπορεί να δημοσιεύσει την επιστολή αφού δε δημοσιεύουν επιστολές αναγνωστών.

Ο υπαίτιος στην απάντησή του με ειρωνεύεται, προβάλλει τις σπουδές του στη ΣΒΙΕ, αρνείται να αποδεχτεί τα χονδροειδή σφάλματά του και εν γένει με μπινελικώνει, κατακεραυνώνοντας την επιστημοσύνη μου και το αυστηρό ύφος μου. Ολοκληρώνει διαμηνύοντάς μου πως γιατρούς σαν κι εμένα, που δεν μπορούν να καταλάβουν το συναίσθημα και τον υποκειμενισμό (γιατί φυσικά υπάρχει υποκειμενισμός στην Ιατρική, όλα είναι ρευστά και ανατρέψιμα, πολτός, καπνός, Θρασύβουλας -- που λέει κι ο Ρακάσας), δεν τους αναγνωρίζει και δεν τους παραδέχεται. Και τα λοιπά.

Οπότε, μπλογκ και πάλι μπλογκ. Καλύτερα η ψευδώνυμη λογοδιάρροια και περιστασιακή θρασυδειλία παρά η επώνυμη αγυρτεία.

GatheRate