Πέμπτη 29 Μαρτίου 2012

Σκορποχώρι

Άρχισα να γράφω ένα ποστ, γκράντε, με τη γνωστή μανιέρα: ξεκιναγε από προσωπικά βιώματα (το Βερολίνο: η αγαπημένη πόλη, η πόλη για αγάπη), συνέχιζε με τον εμπρησμό του Ράιχσταγκ μέσα από μαθητικές μου μνήμες, πήγαινε στην αδίστακτη μηχανή προπαγάνδας που είναι τα ελληνικά μέσα ενημέρωσης, στους πέραν αμφιβολίας πουλημένους λειτουργούς τους. Καλά το πήγαινα. Όπως το διάβαζα, το έσβησα.

Σηκώθηκα να φτιάξω ένα μαρτίνι. Ήπια λίγο νερό. Έβγαλα τον πάγο από τον καταψύκτη, τον έριξα στο ποτήρι, το τζιν από πάνω. Κι ας νερώσει. Ποιος είναι για σέικερ, αναδευτήρια κι ελιές και παγωμένα ποτήρια τώρα.

Στάθηκα και σκέφτηκα όσα μου έδωσαν χαρά από τη Δευτέρα μέχρι σήμερα. Λαμπρά γαλάζια αστέρια σε έναν κατά τ' άλλα σκοτεινό ουρανό.

Μίλησα στο τηλέφωνο με τον Ρακάσα. Με ρώτησε αν θα πάω στην Ελλάδα για τις εκλογές.

Πότε είναι οι εκλογές; 29 Απριλίου; 6 Μαΐου; Κι αν πράγματι στις 6 Μαΐου, θα προλάβουνε μέχρι τότε να κάψουνε κανα μικρό ράιχσταγκ; Να τα ρίξουνε στους μπαχαλάκηδες και τους συριζαίους και τους μανιακούς αντεξουσιαστές που υπονομεύουν το πολίτευμα κι απόψε κάψανε τη Βαρκελώνη; Θα υπάρχει χρόνος να εξηγήσουμε στον μέσο Έλληνα ότι η μετανάστευση είναι το πρόβλημά μας και όχι οι κατά τεκμήριο αλλοπρόσαλλες (είπαμε: τεχνητός λιμός Ουκρανίας επί Στάλιν) μέθοδοι της τρόικας: Strength through Faith, Growth through Penury. Amen.

Το μεσημέρι σκεφτόμουν τους ανθρώπους μου στην Ελλάδα. Ανήσυχος. Θυμήθηκα τη γνωστή σκηνή-κλισέ από το Καμπαρέ, όπου ο Γερμανός αστός λέει στον Μάικλ Γιορκ ότι θα αφήσουνε το NSDAP να κανονίσει τους κομμουνιστές και μετά θα το μαζέψουν. Ίσως όχι αρκετά κλισέ, δυστυχώς.

Τελικά δεν κατάφερα να γράψω το ποστ. Δεν είναι κούραση, ίσα ίσα: αισθάνομαι περίφημα.

GatheRate

Τετάρτη 21 Μαρτίου 2012

Η πρώτη μέρα της άνοιξης

Και ημέρα Ποίησης, λέει. Μια μικρή εξαίσια ανθολογία από τον Τσαλαπετεινό.

Κι ένα μικρό συμπλήρωμα εδώ, όπου συναντιούνται η πρώτη μέρα της άνοιξης και η λαχτάρα για ελευθερία:
κι ἔβλεπα τ᾿ ἄστρο τ᾿ οὐρανοῦ μεσουρανὶς νὰ λάμπει
καὶ τοῦ γελοῦσαν τὰ βουνά, τὰ πέλαγα κι οἱ κάμποι·
κι ἐτάραζε τὰ σπλάχνα μου ἐλευθεριᾶς ἐλπίδα
κι ἐφώναζα: «ὢ θεϊκιὰ κι ὅλη αἵματα Πατρίδα»
κι ἅπλωνα κλαίοντας κατ᾿ αὐτὴ τὰ χέρια μὲ καμάρι·
καλή ῾ν᾿ ἡ μαύρη πέτρα της καὶ τὸ ξερὸ χορτάρι.
 Δ. Σολωμός: Κρητικός

GatheRate

Κυριακή 18 Μαρτίου 2012

Μετανάστευση στην Κύπρο

Εδώ και πολλούς μήνες με ρωτούν πολλοί φίλοι και γνωστοί αν είναι καλή ιδέα να μεταναστεύσει κανείς στην Κύπρο.

Η απάντηση εξαρτάται από το ποιος ρωτάει. Ωστόσο θέλω να κάνω κάποιες πολύ πρακτικές και πεζές επισημάνσεις που ίσως φανούνε χρήσιμες σε όσους το σκέφτονται (κι ίσως δε θέλουν ή δεν μπορούν να το συζητήσουνε μαζί μου).

Είναι μακράν
Όχι ιδιαιτερως: μόλις 100 λεπτά από την Αθήνα και 2 ώρες από τη Θεσσαλονίκη με ναύλα €140 με €280 πήγαιν'-έλα. Αλλά μόνον αεροπορικώς. Νησί. Χωρίς ακτοπλοϊκές συνδέσεις. Η Βυρηττός είναι 22 λεπτά και το Τελ Αβίβ 38.

Του κυρ Βοριά
 Το καλοκαίρι (Μάιο-Οκτώβριο) η ζέστη φτάνει τους 47 υπό σκιά -- συνήθως εκεί μεταξύ 37 και 41 -- με μέχρι και 85% υγρασία. Το χειμώνα οι θερμοκρασίες δεν είναι πολύ χαμηλές αλλά μεταξύ Νοεμβρίου και Απριλίου η θέρμανση είναι απαραίτητη, και λόγω ανέμων και υγρασίας, ό,τι κι αν σας πουν οι ντόπιοι.

Τα λεφτά είναι πολλά
Πολλοί ακούνε για τις κυπριακές αμοιβές και τους τρέχουνε τα σάλια. Να μη λησμονούν ότι το κόστος ζωής στην Κύπρο είναι πανάκριβο, ιδίως η στέγαση και οι μετακινήσεις, ενώ για θέματα υγείας αναγκάζεται κανείς να καταφύγει σε ιδιώτες ή και στο εξωτερικό (Ελλάδα ή Ισραήλ) πολύ πιο συχνά από ό,τι στην Ελλάδα. Επίσης, πρέπει να προστεθεί σε όλα το κόστος μετεγκατάστασης. Οι συγκοινωνίες είναι σε νηπιακό στάδιο και το (δεξιοτίμονο) αμάξι απαραίτητο.

Πετραδάκι πετραδάκι
Έχοντας υπόψη ότι όποιος πρωτοέρθει στην Κύπρο θα πρέπει να νοικιάσει διαμέρισμα: πανάκριβα (με χαμηλό λόγο τιμής προς προϊόν) και πολύ συχνά με προβλήματα που δεν περιμένει κανείς, π.χ. έλλειψη θέρμανσης, κακή μόνωση, προβληματικές αποχετεύσεις. Αυτό οφείλεται στο ότι στην Κύπρο κατά κύριο λόγο ενοικιάζουν όσοι περιμένουν να αποπερατωθεί το σπίτι τους ή οι ξένοι.

Αδέρφια μας
Η κουβέντα κατά πόσον οι Ελληνοκύπριοι μάς αγαπούν, συμπαθούν ή όχι είναι τελείως άνευ περιεχομένου. Αν έχετε ελληνικό διαβατήριο και δεν είστε Πόντιος από την πρώην ΕΣΣΔ, η υποδοχή που θα έχετε από τους Ελληνοκύπριους θα είναι προνομιακή, τάξεις μεγέθους καλύτερη από οποιουδήποτε άλλου ξένου.

Δεν είναι ως εδώ η πατρίδα μας
Η Κύπρος δε μοιάζει καθόλου με την Κρήτη, ούτε ως τοπίο ούτε ως κάτι άλλο. Δε μοιάζει με την ελληνική επαρχία. Η ζωή στην Κύπρο δεν είναι σαν τη ζωή στην Ελλάδα, συμπεριλαμβανομένης και της ελληνικής επαρχίας. Μην περιμένετε να βρείτε το Ηράκλειο στη Λευκωσία, όσο κι αν μοιάζουν, ή την Κω στη Λάρνακα ή την Καλαμάτα στη Λεμεσό. Οι διαφορές στα έθιμα, στη νοοτροπία, στους τρόπους, στη συμπεριφορά, στον τρόπο ζωής είναι ευδιάκριτες ακόμη και στα μάτια των ξένων που έχουνε περάσει και από την Ελλάδα και από την Κύπρο.

Μικρός και μέγας
Η ελληνοκυπριακή κοινωνία είναι πυκνά δικτυωμένη, οι κοινωνικές σχέσεις είναι πρωταρχικής σημασίας. Η ενσωμάτωση των ξένων που δεν παντρεύονται ντόπιους είναι αργή και ποτέ δεν προχωρεί πολύ: θα συγχρωτίζεστε ξένους, κυρίως άλλους Καλαμαράδες (δεν είναι βρισιά ο όρος). Οι Ελληνοκύπριοι και δε βρίζουν και αποφεύγουν αντιπαραθέσεις, καβγάδες και συγκρούσεις, ωστόσο δε θα διστάσουν να σας μαχαιρώσουν πισώπλατα. Με την εγκατάστασή σας πιθανόν να σας υποδεχθούν με τραπεζώματα, πεσκέσια και κεράσματα άνθρωποι που γνωρίζετε ελάχιστα. Σε αυτό η Κύπρος θυμίζει κοινωνική οργάνωση χωριού. Ταυτόχρονα, οι δημόσιες υπηρεσίες δουλεύουν, χωρίς να είναι τυπολατρικές, ιδίως άμα μιλάτε ελληνικά ή αγγλικά.

A life less ordinary
Η κοινωνία είναι βαθιά κονφορμιστική και συντηρητική, πρυτανεύει το "κάνουμε και δε λέμε" που είπε κάποτε ο Καραμανλής (ο θείος). Η ανοχή σε εναλλακτικές εμφανίσεις, εναλλακτικές συμπεριφορές και κάθε λογής μη-μέινστριμ προσανατολισμούς είναι χαμηλή, συγκρίσιμη με της ελληνικής επαρχίας. Οι αξίες και οι δραστηριότητες της κοινωνίας περιστρέφονται γύρω από τον γάμο, την τεκνοποίηση, τη δουλειά, τα αυτοκίνητα, τις ταβέρνες, το χτίσιμο σπιτιού και τα υπαίθρια μπάρμπεκιου. Επειδή είναι μικρός ο τόπος, ό,τι αποκλίνει από αυτά έχει μεν τον κύκλο του (φίλοι της μοτοσυκλέτας, τζαζίστες, σινεφίλ, γκέι, ποδηλάτες, ροκάδες, ποιητές, φίλοι του Μπαχ) αλλά θα είναι κύκλος μικρός έως σμικρότατος.

Θέμα επιλογών
Η Κύπρος είναι πολύ ασφαλής και ήσυχη, προσφέρεται για οικογενειακή ζωή με τον τρόπο που εικονογραφείται στις αναπαραστάσεις της αμερικανικής σαμπέρμπιας.

Όχι με βάρκα την ελπίδα
Ναι, μπορείτε να διοριστείτε στο κυπριακό δημόσιο, αλλά οι εκπαιδευτικοί έχουν (υπό κατάργηση μάλλον) μακρά επετηρίδα και οι υπόλοιποι προσλαμβάνονται με όχι πάντοτε αδιάβλητους διαγωνισμούς. Ο ιδιωτικός τομέας, ιδίως οι υπηρεσίες, προσφέρουν πολύ περισσότερες ευκαιρίες αλλά σε καμμία περίπτωση δεν περιμένουν εσάς (όποιος κι αν είστε) οι Ελληνοκύπριοι για να του δώσετε τα φώτα σας ή για να μοιραστείτε μαζί τους το ταλέντο σας: βρείτε δουλειά προτού εγκατασταθείτε στην Κύπρο. Επίσης, ήδη έχουνε προηγηθεί πολλοί συμπατριώτες σας.

Επισημαίνω ότι τα παραπάνω είναι γνώμες και απόψεις κάποιου ο οποίος ζει εδώ επί δεκαετία, όμως δεν παύουν να είναι υποκειμενικές.

GatheRate

Τετάρτη 14 Μαρτίου 2012

Η Κιβωτός της Διαθήκης

Μια ανεικονική ανάρτηση

Οι 'κυνηγοί της χαμένης κιβωτού' βγήκαν το '81 αλλά εγώ τους είδα σε θερινό, τη Δήμητρα, με τους γονείς μου το επόμενο καλοκαίρι. Μου είχε αρέσει πολύ η ταινία, δε θυμάμαι γιατί. Μάλλον θυμάμαι μία σκηνή από εκείνη την πρώτη φορά που την είδα: τη στιγμή που οι ναζί ανοίγουν την Κιβωτό και βγαίνουν έξω τα χερουβείμ: αρχικά χαρωπά αγγελάκια, όπως εικονογραφούνται από τον Ραφαήλ και δώθε, μετατρέπονται ξαφνικά σε άγρια δρακουλιάρικα πύρινα πνεύματα, όπως αρμόζει στους φύλακες των περιεχομένων της Κιβωτού: των πλακών του Νόμου, της ράβδου του Ααρών και μιας στάμνας μάννα. Οι ναζί τήκονται ως τήκεται κηρός από προσώπου πυρός. Τόμοι ολόκληροι μονοθεϊστικής εικονογραφίας μέσα σε δευτερόλεπτα.

Στην εγκυκλοπαίδεια Δομή (έκδοση 1979) δεν υπήρχε λήμμα "Κιβωτός". Έπρεπε να διαβάσω τι ακριβώς ήταν αυτή η Κιβωτός σε μια Βίβλο εικονογραφημένη (κι αποκαθαρμένη από σχεδόν όλα τα μπρουτάλ στοιχεία) που μου πήραν κάπως απρόθυμα οι γονείς μου όταν πήγα τετάρτη δημοτικού, κατόπιν παροτρύνσεως της δασκάλας. Η θρησκεία δεν ήτανε καθόλου μα καθόλου της μόδας τότε, επικρατούσε μια κάπως αλλόκοτη ιδέα ότι εξανδραποδίζει τον νου, ότι στομώνει τις επιθυμίες, ότι ανακόπτει την κοινωνική πρόοδο: ήτανε πολύ της αριστεράς και της προόδου εκείνη η εποχή. Από την άλλη, ο πατέρας μου είχε άγχος να μορφώσουν τα παιδιά του σφαιρική (έτσι την έλεγε) γνώμη και εικόνα για τον κόσμο. Έτσι, για κάθε Βάγκνερ, ένας Διονυσίου· για κάθε Εγκυκλοπαίδεια της Σεξουαλικής Ζωής (τόμοι εφτά, ένας για κάθε ηλικία, μετάφραση από τα γαλλικά Άρης Αλεξάνδρου), η Βίβλος· για κάθε φεστιβάλ ΚΝΕ-Οδηγητή, ένα φεστιβάλ της ΟΝΝΕΔ (δυστυχώς αυτά δεν είχανε τραγούδια, ενώ η μάνα μου ρωτούσε "Μα, [Αμπού-Σραόσα], κάνει κι ο Αβέρωφ φεστιβάλ;")· για κάθε ταβέρνα "τα Καλάμια" στην Κυψέλη, μια πιτσαρία στην Κηφισιά. Πριν προχωρήσω: οι γεύσεις της μπριζόλας στα "Καλάμια" και του τηγανητού κολοκυθιού σε κουρκούτι είναι η δικιά μου, κοντινή μαντλέν. Άντε κι η άψητη ζύμη της πίτσας στην πιτσαρία της Κηφισιάς που μύριζε αρωματικά μαντηλάκια.

Έμαθα λοιπόν τελικά τι ήταν η Κιβωτός. Με εντυπωσίαζε η ιδέα από όσες πλευρές θέλετε: χρυσή να περιφέρεται στην έρημο· να την κουβαλάνε γύρω γύρω· η Αγία Γραφή περιέχει ακριβείς οδηγίες κατασκευής της· τα δύο γλυπτά χερουβείμ πάνω στο καπάκι της, με προδιαγραφές από τον Ίδιο που απαγόρευε "παντός ομοίωμα"· ότι όποιος την άγγιζε πέθαινε αλλά ότι την είχανε κλέψει οι Φιλισταίοι, όμως δεν κεραυνοβολήθηκαν· ότι παραμένει χαμένη για πάντα χωρίς κανείς να ξέρει ακριβώς πώς χάθηκε -- γενικά, ο Κύριος είναι απρόσεχτος με τα πράγματά Του, δείτε τι απέγινε ο Τίμιος Σταυρός λ.χ.

Στα 11 διάβασα Νταίνικεν, τότε τον διάβαζαν για λογοτεχνία, σήμερα θα θεωρούνταν βαρετότατος, ένας Λιακόπουλος εμβέλειας Γουμένισσας. Εκεί έλεγε ότι την Κιβωτό, έναν γιγαντιαίο πυκνωτή, την έφτιαξαν οι Ισραηλίτες με οδηγίες εξωγήινων, κι ότι εξωγήινο ούφο ήτανε και το χερουβικό άρμα του Ιεζεκιήλ. Μάλλον οι εξωγήινοι κατέβαιναν στην έρημο για να παίξουν με τους Ισραηλίτες για πλάκα, χωρίς σκοπό, όπως πηγαίναμε όλα τα ξαδέρφια την εποχή που τα διάβαζα αυτά να παίξουμε τα μεσημέρια με τις σαλούφες που ξεβράζονταν κατά χιλιάδες στην παραλία της Μηλίνας, μπας και οι γονείς μας κάνουνε τίποτε μέσα στα δωμάτιά τους, στην πανσιόν του κυρίου-πώς-τον-έλεγαν (πάντως όταν  το απόγευμα τους ανακοινώναμε τα αποτελέσματα των σαλουφοσαφάρι, ήταν ανεξαιρέτως χαμογελαστοί). Επειδή θεωρούσα ότι έχρηζαν σοβαρής απάντησης οι εικασίες του Νταίνικεν, είχα γράψει ένα άρθρο αναιρετικό των δοξασιών του· δυστυχώς δε δημοσιεύτηκε ποτέ.

Ξαναβρήκα την Κιβωτό ακούγοντας το Tender Prey του μεγάλου μου ινδάλματος, του Νικόλα του Κέιβ, όταν ήμουν Δευτέρα Λυκείου. Θυμάμαι απ' έξω τους στίχους του Mercy Seat:

in Heaven His Throne is made of Gold
the Ark of His Testament is stowed
from which all history unfolds

Και είχα πάθει τέτοια πλάκα... Για σκεφτείτε: η ηλεκτρική καρέκλα, το κάθισμα του ελέους, παραλληλίζεται με τον Θρόνο του Ελέους: Τόμοι ολόκληροι αμερικανικής κοινωνιολογίας μέσα σε λίγους στίχους. Κόλλησα με το τραγούδι, διαρκεί όσο ο κατάδικος ψήνεται στην καρέκλα, ένα παραλήρημα που -- όπως το Κιβώτιο του Άρη Αλεξάνδρου -- καταλήγει "and I think I told a lie". Τι να λέμε τώρα. Χρόνια μετά ρώτησα έναν Κύπριο αγιογράφο συμφοιτητή αν υπάρχουν απεικονίσεις του Θρόνου του Χριστού Κριτή. Βεβαίως, μου είπε. Και μου έδειξε κάτι τέτοιο, και κάτι τέτοιο και κάτι τέτοιο. Πουθενά η Κιβωτός. Βεβαίως -- γιατι τον ρώτησα -- μου εξήγησε ότι υπήρχαν θεολογικοί λόγοι που απουσιάζει η Κιβωτός (η σκιά του Νόμου, μπλα μπλα μπλα), όμως εγώ είχα απογοητευτεί. Πολύ. Άσε που καμμιά "δική μας" αναπαράσταση δεν προσέγγιζε το φοβερό βήμα, την τρομερή εικόνα που ο ποιητής Κέιβ συνθέτει. Το έμαθα καλά το μάθημα τότε: Ποίηση-Εικαστικά 2-1.

Μετά έπαψα να ασχολούμαι με την Κιβωτό και τη σκιά του Νόμου, είχε άλλωστε έρθει η εποχή για άλλες χάριτες. Ωστόσο των χαρίτων προηγείται η Κιβωτός,  Έτσι, πριν μπω στην Αγία Πόλη Ιερουσαλήμ τον Ιούνιο του 2011 την είδα μπροστά μου.

GatheRate

Κυριακή 11 Μαρτίου 2012

Και εις μνήμην Δόμνας Σαμίου

Πέθανε η Δόμνα Σαμίου και όταν το άκουσα ένιωσα σαν να έχασα δικό μου άνθρωπο.

Πολύ όμορφο και ψαγμένο αφιέρωμα στη Δόμνα Σαμίου υπάρχει εδώ από τον Τσαλαπετεινό.

Ανήκω σε μια γενιά που πρωτοξύπνησε στον κόσμο με τη Δόμνα Σαμίου στο ραδιόφωνο. Με τη φωνή της, όπως και αυτές της Κωχ, του Ξυλούρη, της Γαλάνη, του Λάκη Παππά, της Αλεξίου του Λοΐζου, του ίδιου του Λοΐζου, της Μπέλλου, του Κούτρα, της Μοσχολιού, της Μαρίκας Νίνου να σιγοντάρει "σύυυυυυυννεεεεεεεεφιάααααα" τον Τσιτσάνη. Μιλαώ τώρα για το τι ακούγαμε στο ραδιόφωνο παιδιά, Δεύτερο Πρόγραμμα κυρίως, για κάποια από τα στοιχεία που μας έχτισαν σαν γενιά, όχι για το τι άλλο ακουγόταν από το πικάπ και το κασετόφωνο στο σπίτι, ούτε για το τι άρχισα να ακούω στην πρώιμη εφηβεία.

Η γενιά μου μεγάλωσε κι άρχισε να σκέφτεται ενώ ανθούσε το αλλόκοτο λουλούδι της λεγόμενης νεορθοδοξίας, που ταχύτατα εκφυλίστηκε σε κρατούσα ιδεολογία αντικαθιστώντας τον μπααθικό τριτοδρομισμό του (Αντρέα) Παπανδρέου. Τέσσερα χρόνια πριν γεννημένος, και θυμόσουν τη Δεξιά και την τηλεόραση του Ανδριανόπουλου. Τέσσερα χρόνια γεννημένος μετά, και μετά βίας θυμάσαι την εποχή μόνο με ΕΡΤ και ΥΕΝΕΔ (το σήμα της οποίας, σήμα του ΓΕΕΘΑ, πάντα μου φαινόταν αλλόκοτο καββαλιστικό έμβλημα).

Η Παράδοση έγινε το νέο είδωλο. Παράδοση αποκαθαρμένη (χωρίς απρεπή αφηγήματα, χωρίς γαμοτράγουδα για καλόγερους οχτώ χρόνια καυλωμένους, για τον παπά από τη Βλαμαρή ή μουνιά ζουμερά), σοσιαλιστικοποιημένη (των Ελλήνων οι κοινότητες, Αμπελάκια και Σιάτιστα, το ξυνόν και ξυναμφότερον), ανατολιζέ (έξω τα μπουζούκια, η τσαμπούνα, τα λαούτα και τα κλαρίνα, μέσα τα ούτια και τα νέι και οι λοιπές φλαμπούτσες της καθ' Ημάς), ουτοπική κι αντιαστική (χωριό, λιβάδι, ψαρόβαρκα, πέτρα, ήλιος, ξερολιθιά, χειμαδιά, έλατο, αγνά προϊόντα χωριάτικα ατυποποίητα που μας τάραζαν στον κοιλόπονο). Αυτό το πράμα ξεκινούσε από τη λαϊκή εκδοχή του, π.χ. την επανεμφάνιση του ανώτερου κλήρου στη δημόσια ζωή (μετά το φιάσκο του 1987 με την εκκλησιαστική περιουσία και την αποπομπή Τρίτση), την αύξηση στη ζήτηση ευχελαίων, αγιασμών, εξομολόγων για τα σχολεία κτλ., και πήγαινε μέχρι τον υψηλόφρονα νεορθόδοξο στοχασμό των Γιανναρά (που γοήτευε πολύ μέχρι να του 'ρθει ότι η Λίστα του Σίντλερ είναι εβραϊκή προπαγάνδα) και Ράμφου αλλά και τη μελέτη των γραπτών του Περγάμου Ιωάννη, του Αντωνίου του Σουρόζ, της Τατιάνα Γκορίτσεβα και του π. Φιλόθεου Φάρου. Οι όποιες αντιδράσεις ήταν από μέρους της πολιτισμικά καθεστωτικής Αριστεράς (κυρίως ανθρώπων του ΚΚΕ) και από ό,τι counterculture υπήρχε στην Ελλάδα, αλλά και από τον κομψό και ψύχραιμο σουσουδισμό που πρέσβευε τη φυγή μας προς τας Ευρώπας και οίμωζε που δεν είμαστε Παρίσι (χιλιοειπωμένα αυτά).

Η αντίδραση της γενιάς μας σε αυτό το ελληνορθόδοξο πράμα περιγράφεται εδώ. Ακούγαμε οριεντάλ έντεχνα αλλά και δημοτικά και μας γύριζαν τα άντερα, κ.ο.κ. Ολο το ελληνικό παρελθόν το είχε καπηλευτεί η ιδεολογία της ελληνουριάς, της πασοκολεβεντιάς, του νεοπαπαδισμού-γεροντισμού. Επειδή δεν μπορούσαμε να ακολουθήσαμε τον Κώστα Μαυρουδή και τον Νίκο Δήμου στην Avenue Foch, στο Μαίιφαιρ και την Κουντάμ, ακολουθούσαμε ό,τι εναλλακτικό θα μας πήγαινε στο Μαραί, στο Κάμντεν και στο πρώην Ανατολικό. Όπου θα βρίσκαμε τόσους άλλους που αγαπούσαν την παράδοσή τους και τη δούλευαν και την ερμήνευαν, και μόνον εμείς είχαμε μαγκουφιάσει γιατί είχανε πέσει τα κομμάντα της Ελληνοελληνικότητας και μας είχανε στερήσει την παιδική μας ηλικία και το πόσο ωραία μύριζε η εκκλησία όταν ήσουνα μικρός και σε παίρναν οι μεγάλοι μαζί τους εκεί...

 Κι όμως, η φωνή και η δουλειά της Δόμνας Σαμίου δεν εξέπεσε ποτέ από τα αυτιά μας και τις καρδιές μας, αν μου επιτρέπεται να μιλάω εξ ονόματος οποιασδήποτε συλλογικότητας. Ποτέ. Γιατί δεν έφτιαχνε μουσειακή μουσική. Δε χρησιμοποιούσε τα τραγούδια για να μας διδάξει π.χ. πώς να είμαστε Έλληνες. Αντιλαμβάνομαι ότι έλεγε τραγούδια που ήταν ωραία τραγούδια γιατί ήταν ωραία τραγούδια (κάτι που, με διαφορετικό τρόπο, έκανε και η Κωχ όταν διασκεύαζε δημοτικά). Για καθήστε λ.χ. να σκεφτείτε τον στίχο αυτού του χιλιοτραγουδισμένου, δείτε πώς η Σαμίου το λέει όμορφα σαν ένα "κανονικό" τραγούδι (δηλαδή που μιλάει από την ψυχούλα μας), σε σχέση με την πιο 'ακαδημαϊκά' παραδοσιακή εκδοχή του σπουδαίου Καρναβά. Όχι ότι η Σαμίου δεν έκανε έρευνα, όχι ότι δεν της χρωστάμε την καταγραφή πραμάτων και θαμάτων (δείτε το αφιέρωμα του Τσαλαπετεινού). Αλλά η έρευνα δεν πρέπει (στη μουσική τουλάχιστον) να μπουκώνει την ψυχή μας, πρέπει να της δίνει τα εργαλεία να λαλήσει τα δικά της.

Νομίζω ότι η σπουδαιότητα της Σαμίου βρίσκεται εκεί που βρίσκεται, λ.χ., και του Ρος Ντέιλυ. Μεταφράζω αποσπάσματα από ένα κείμενο στο οποίο επιστρέφω για τρίτη φορά (διαβάστε το όλο):
Η μουσική είναι όχημα, όχι μουσειακό έκθεμα.
Πραγματική αυθεντικότητα είναι να οικειοποιείσαι αυτά που παιζόντουσαν πριν από σένα και να τα κάνεις δικά σου, άρα και να τα νοθεύεις.
Όμως η μουσική είναι ζωντανή: γι' αυτό αλλάζει, επειδή δεν έχει μπει ακόμα στη φορμόλη.
Γι' αυτό είναι σπουδαία η Δόμνα Σαμίου. Δεν αντιμετώπισε τα τραγούδια ως υλικό, ως σύμβολα ενός άλλου τρόπου ζωής, ως τα ιερά λείψανα της ελληνικότητας ή της Παράδοσης. Άλλωστε, η Παράδοση είναι πολύ παρεξηγημένη έννοια (έχω ξαναμιλήσει και εδώ για αυτήν). Πρώτα-πρώτα, πoλλές φορές αρκεί η μετάδοση από μία γενιά στην επόμενη για να καταστήσει κάτι “Παράδοση”. Και πρέπει να βγούμε λίγο από την κουβέντα της γνησιότητας με όρους ουσιοκρατίας: Το ότι κάτι είναι εξώφθαλμα πολιτισμική κατασκευή (τανγκό, χρήμα, ΑΕΚ, έθνος), δε σημαίνει ότι δεν μπορεί να είναι κομμάτι της ψυχής του ανθρώπου. Ιδανικά, δε θα χρειαζόμασταν ταμπέλες και πολύπλοκες διατυπώσεις περί πολλαπλών ταυτοτήτων. Το μόνο που καταφέρνουν αυτές οι κουβέντες είναι να μας στρέφουν προς το παρελθόν ως μουσειακό έκθεμα, ως τοτέμ. Ιδανικά θα αποδεχόμασταν ότι είμαστε η βιολογική μας φύση και τα βιώματά μας, από όπου κι αν προέρχονται. Και ίσως θα μπορούσαμε να βγάλουμε αγάπη και όνειρο μέσα από αυτά.

Το δικό μου μνημόσυνο για τη Δόμνα Σαμίου είναι ότι από τη φωνή και τα τραγούδια της μόνον αγάπη και όνειρο πηγάζει για μένα: ούτε ιδεολογίες, ούτε πεθαμένα πράματα. Να λοιπόν: η Δόμνα Σαμίου με τα υλικά ενός συλλογικού παρελθόντος έχτισε προσωπικές μας στιγμές και όνειρά μας. Τι πιο όμορφο.

GatheRate

Παρασκευή 9 Μαρτίου 2012

Κατακερματισμένος: κι άλλες σημειώσεις

Σκόρπιες σκέψεις. Προϊόν κατακερματισμού και βαθειάς κόπωσης.

Πλάνες, πλάνες στο μυαλό μου (αν είναι δυνατόν!)
Ο ολντμπόης έλεγε τις προάλλες τα εξής:
Ένα κομμάτι μου -- σαφώς μικρότερο απ' ό,τι στο παρελθόν, πάντως ακόμη υπαρκτό -- κάθε φορά ανασκουμπώνεται: ρε μπας και το έχω παρακάνει; Ρε μπας και το ανεύθυνο είναι αυτό που κάνω εγώ και το υπεύθυνο είναι αυτό που κάνει ο Βενιζέλος (στο σημείο αυτό ανατριχιάζουν όσοι φοβούνται πως θα το γυρίσω πάλι στο "ναι μεν αλλά" και θα ψάξω να βρω τα δίκια του αντιπροέδρου σε αντιδιαστολή με τα δικά μας άδικα).

Nα μην ανατριχιάζουν, δεν θέλω να πω αυτό. Θέλω να πω όμως, πως οσοδήποτε φανατικά και να ενστερνίζομαι την μια πλευρά του δημόσιου λόγου, δεν παύει να με διαβρώνει υπόγεια και η αντίθετη πλευρά. Κάποτε θα θεωρούσα αυτή τη διάβρωση ζωτικά απαραίτητη. Τώρα ούτε αυτό δεν ξέρω.
 Εμένα το πρόβλημά μου είναι ελαφρώς διαφορετικό. Στην πραγματικότητα είναι το ζήτημα που με απασχολούσε εδώ: χοντρικά, ότι μπορείς να είσαι νηφάλιος, να είσαι συγκροτημένος, να έχει ειρμό αυτό που λες και να βασίζεται σε επιχειρήματα και σε στοιχεία ακόμη -- όλα αυτά -- αλλά να είσαι ντιπ για ντιπ εκτός πραγματικότητας. Και δε μιλάω μόνο για τους πανεπιστημιακούς -- μα τι υπέροχα ασυνάρτητο και ασυνεπές (και μικρόψυχο) στίφος! Έχω υπόψη λ.χ. τα κείμενα του Γεωργελέ στην Αβού.

Αχ η Αβού: μοιάζει πια με ένα πελώριο ντανταϊστικό εγχείρημα. Εκδίδεται κάθε βδομάδα ως το ηθικολογικό ισοδύναμο χιλιάδων ρεσώ κι αγιοκεριών εις μνήμην καμένων σινεμά, και σαν τη Χαλιμά που μιλάει με τα παιδιά: μια γροθιά στα μούτρα της κοινής λογικής αρθρωμένη με όρους ορθολογισμού, βαθέος καθωσπρεπισμού (εδώ τρυπώνει το στοιχείο νταντά) και αυτοματοποιημένης αντιλογίας. Ο δικός σου, ξένοιαστος, καθεστωτικός τύπος. Ο Γεωργελές λοιπόν. Πιάνουμε ένα εντιτό του. Το διαβάζουμε. Ναι. Ναι. Καλά το πας. Ναι. Ναι. Και ξαφνικά "Ζμπράααααααααφ!" πετάγεται (όπως οι φαλλοί που μοντάριζε ο Τάιλερ Ντέρντεν σε παιδικές ταινίες) κάτι που θα ήταν απολαυστικά σουρεαλιστικό αν δεν ήταν αποκαρδιωτικό.

Ζούμε τα ύστερα των μικρομεσαίων μας ιδεολογιών: το ΛΑΟΣ τερμάτισε μια εκδοχή του παλαιοπασοκικού πατριωτισμού. Η Μαλβίνα Κάραλη είχε τερματίσει το μεγάλο άρμα του νεορθόδοξου δόγματος (βρε κουτά), φέρνοντάς το μέχρι τις λογικές (ή μη) συνέπειές του. Ο Γεωργελές και (εν μέρει) η Σώτη Τριανταφύλλου μαρτυρούν στο πνεύμα του Νίκου Δήμου, αποτελούν το πλήρωμα του σουσουδισμού που, αντί να ασκεί κριτική, προτείνει τη μαζική φυγή στο παριζιάνικο όνειρο των καλών arrondissement, στα σαρωμένα πεζοδρόμια του Όσλο, στον γλυκασμό της King's Road και του Bloomingdale's: ταξικά όνειρα φερμένα από τις upper middle τάξεις πλούσιων χωρών.

Οπότε ναι: τι πιο δύσκολο και συναρπαστικό από την πραγματικότητα. Κι άσε τον Φίλιπ Ντικ να το παίζει. Θα μπορούσε να προβλέψει ο Ντικ τον Μπαμπινιώτη υπουργό Παιδείας; Κι αν ναι σε τέτοια κυβέρνηση;

(Ο τίτλος διαστρεβλώνει γνωστό στίχο του χιτ "Πάπιες" αυτωνών των θρύλων.)

"Την ευχή σου, δέσποτα", "Του Κυρίου!"
Αργά το πρωί είδα αυτή τη φωτογραφία στο τουίτερ του Audi του Μητροπολίτη Φωκίδος. "Τουλάχιστον δεν είναι μερσεντές", σκέφτηκα καγχάζοντας. Αμέσως θυμήθηκα ένα κείμενο που είχα διαβάσει πριν χρόνια σχετικά με το πόσο εύκολα μπορεί να γίνει ένας άντρας εξουσία (κι όχι παίξε-γέλασε εξουσία, κανονική) αν μπορεί να κηρύττει όσα δεν πιστεύει (όπως και οι πολιτικοί), με ελάχιστα λεφτά και εξίσου ολίγιστες σπουδές: αν γίνει δεσπότης. Ξεκινώντας από τις ατάκες που θυμόμουν, βρήκα στο γκουγκλ παραπομπή στο κείμενο αλλά η σελίδα στην οποία με έστελνε δεν άνοιγε. Με πείσμα ανασύνθεσα το σχετικό κομμάτι του κειμένου, πρόταση-πρόταση, με βάση ό,τι μου εμφάνιζε η αναζήτηση του γκουγκλ:
[Ένας δεσπότης γηραιός ολιγογράμματος] Στο κρεβάτι εξομολογείται, σαν να μονολογεί: Καλά πορεύτηκαμε με τον Χριστούλη ... Χωρίς πανεπιστήμια, χωρίς τίποτε άλλο, πορευτήκαμε με δόξες και τιμές, [...] Σε αυτό τον κήπο των εν Χριστούλη γερόντων με μερσεντές βλάστησε ο Αρχιεπίσκοπος, αυτός ο κήπος τον εξέλεξε, σε αυτόν τον κήπο βασιλεύει. Αλλάζει ο κήπος; ...

Θυμάμαι ότι ήταν ένα πολύ καίριο (αν και κάπως συνθηματολογικό) κείμενο. Αν έχετε κάτι περισσότερο, καλοδεχούμενο.

Ναι μεν, αλλά
Στο πρόωρα εορταστικό ποστ για την επταετία μου έλεγα για τους ανθρώπους που γνώρισα μέσα από τα σοσιαλμήντια. Αυτοί οι άνθρωποι (ξέρετε ποιοι είστε) είναι ο λόγος που έγινα "σίγουρα λιγάκι ευτυχέστερος πάντως".

Αυτό που δεν είπα είναι το δυσάρεστο, αυτό που χρειάζεται θάρρος, όχι απλή παρρησία. Πέρασα εφτά χρόνια στα ελληνικά σοσιαλμήντια σχετικά άνετα: αντιμετωπίζοντας ελάχιστη κακεντρέχεια, εκτεθειμένος σε πολύ λιγότερο κουτσομπολιό απ' ό,τι πολλοί αξιότεροί μου και -- πολλές φορές -- μέσα σε μακάρια άγνοια για το τι συνέβαινε γύρω μου. Αυτό οφειλόταν στη γεωγραφική απόσταση και στη γενικευμένη έλλειψη περιέργειάς μου ως ανθρώπου, αλλά και στο ότι αποφεύγω και απέφευγα της δια ζώσης γνωριμίες. Κυρίως όμως στο ότι ήμουνα προστατευμένος πίσω από την ξινή και βαρειά κι ασήκωτη αρματωσιά μου: η περσόνα μου είναι η πανοπλία μου.

Κι έτσι μου ξέφυγαν επικές μικροπρέπειες, μπηχτές και ξεφωνήματα πρώην ενδοσοσιαλμηντιακών σχέσεων (ερωτικών, επαγγελματικών, άλλων). Δε χαμπάριασα καν κάποια λίγο ή πολύ οργανωμένα συμφέροντα και την αλληλεπίδρασή τους με όσους ήθελαν διακαώς να ανακαλυφθούν. Δεν αντιλήφθηκα πως τα σοσιαλμήντια αποτελούνε δεξαμενές υπαλλήλων, εργοδοτών, πελατών, αρπαχτών: νυφοπάζαρα και jobcenter. Επαναλαμβάνω: όχι λόγω ανωτερότητας αλλά λόγω αφασίας μου. Λόγω του ότι στα σοσιαλμήντια μπαίνω λίγο για να ξεσκάσω, λίγο για να ξεσπάσω. Λίγο για να μάθω και λίγο για να συναντήσω. Για να καταλάβω και να με καταλάβουν.

Και για να μην το παίζω αφυψηλέας: υπάρχει πολλή μοναξιά (κάθε λογής -- όχι μόνο ερωτική ή φιλική ή και διανοητική) σε αυτόν τον κόσμο. Κανένας μας δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι δεν τον έχει σπρώξει κάποια μοναξιά μέχρι κάποιον βαθμό στα σοσιαλμήντια (εκτός ίσως από τον Τάλω, που είναι μονοπρόσωπο πρακτορείο ειδήσεων-εγκυκλοπαίδεια-πολιτικός αναλυτής). Όλοι στο ίδιο καζάνι βράζουμε, το θέμα είναι αν κρατάμε το κεφάλι μας πάνω από τον χοχλό που βράζει.

Αλλά όλα αυτά είναι λόγια Λόγια: το υλικό που ανταλλάσσουμε όλοι εμείς οι σοσιαλμηντιοναύτες. Άντε και καμμιά φωτό, κανα βίντεο, κανα τραγούδι.

GatheRate