Τετάρτη 27 Φεβρουαρίου 2013

Η θεολογία της ομορφιάς


ἡ ἀγάπη ἐκ τοῦ Θεοῦ ἐστι, καὶ πᾶς ὁ ἀγαπῶν ἐκ τοῦ Θεοῦ γεγέννηται καὶ γινώσκει τὸν Θεόν. ὁ μὴ ἀγαπῶν οὐκ ἔγνω τὸν Θεόν, ὅτι ὁ Θεὸς ἀγάπη ἐστίν (Α' Επιστολή Ιωάννου 4: 7-8)

Αναρωτιόμουν τις προάλλες πώς θα ήταν ο κόσμος μας αν ο ένας Θεός του μονοθεϊσμού δεν ήταν ο αρχικά Ζηλότυπος (όταν υπήρχαν ανταγωνιστές στον θεολογικό κήπο που λέγεται Μέση Ανατολή), μετά Παντοδύναμος και στο τέλος Πανάγαθος και (ενίοτε) Φιλεύσπλαγχνος. Αν εκτός από Πάνσοφος και Δίκαιος και Δημιουργός ήταν και Πανέμορφος. Ενδεχομένως αντί για Πατέρας και Παντοκράτορας.

Φανταστείτε να σας μάθαιναν στα σχολεία ότι ο Θεός, εκτός από άπειρος, άκτιστος, απερινόητος, αΐδιος -- και όλα τα άλλα τα απαραίτητα μιας σούπερ υπερβατικής θεολογίας -- ήταν και άπειρης ομορφιάς, ας πούμε. Η θρησκεία του θα αναγκαζόταν να κρατάει διαρκώς αγκαζέ και την τέχνη (τέχνη τύπου μπαρόκ, το δίχως άλλο, καθεστωτική και προπαγανδιστική) όπως στον πραγματικό κόσμο κρατάει αγκαζέ την εξουσία ("μα γιατί οι δεσποτάδες είναι ντυμένοι σα βασιλιάδες;" -- χαζό παιδί).

Ο εκφυλισμένος θεός των ταραγμένων μυαλών κάθε θρησκόληπτου δε θα είχε ένθρονο έναν τιμωρό, σαδιστή πατέρα, πανίσχυρο μονάρχη, ηθική αυθεντία (αν και αμφιβόλου ηθικής ο ίδιος). Θα είχε έναν εστέτ φιλόκαλο νάρκισσο πάνω σε ένα ανάκλιντρο μάλλον, έναν δημιουργό που λάμπει από κάλλος και αστράφτει όλος ομορφιά και ακκίζεται θεώμενος τον εαυτό του. Ποιος ξέρει πόσο διαφορετικά θα ήτανε τα σκοτεινά φαντάσματα μέσα στο ασυνείδητο των κάθε δόγματος καλβινιστών αν ο Θεός ήταν Κάλλος. Ίσως οι αδύναμες και ταλαιπωρημένες ψυχές να μην ένιωθαν να συντρίβονται από τη Δύναμη, την Αρχή, την Αυθεντία αλλά από την Ομορφιά: θα ένιωθαν όχι βρώμικες, ανάξιες και ένοχες αλλά άσχημες, ατσούμπαλες και άγαρμπες. Τι Κίρκεγκωρ και Ντοστογιέφσκι θα έβγαζε η θρησκεία του Ενός Πανέμορφου Θεού;

Δέστε το και ιστορικά: σκεφτείτε όλους αυτούς τους ελέω Θεού ηγεμόνες των φεουδαρχιών, προϊόντα της Αγροτικής Επανάστασης, η οποία μαζί με τις πόλεις, την οργανωμένη δικαιοσύνη και την αποθήκευση τροφής μας έδωσε επίσης την κλεπτοκρατία, τα ιερατεία, τις τάξεις. Για να δείχνουνε προς τα έξω ότι υπηρετούν τον Θεό, θα ξεπατώνονταν στο μαικηνιλίκι, θα κυκλοφορούσαν στολισμένοι σαν παγώνια, αντί να το παίζουν δικαστές (κατά το "δίκαιος τιμωρός") και πολεμιστές (σκιά του "παντοδύναμος"), θα παρίσταναν τους καλλιτέχνες.

Ποιος ξέρει τι άγνωστές μας κατάρες θα έφερνε μαζί της η μονοθεϊστική θεολογία του Πανέμορφου Θεού. Πώς θα ήταν άραγε η τυραννία της ομορφιάς να μην είναι συνομίλικη με τη φωτογραφία μόδας, παρά 20 αιώνων; Ίσως η μάστιγα των ψυχισμών να μην ήταν η ενοχή αλλά η ανορεξία. Οι παπάδες και οι ιμάμηδες και οι ραββίνοι θα μας παρότρυναν να γίνουμε όμορφοι. Για αιώνες ατέλειωτους.

Για τη θέση του έρωτα δεν έχω καμμία απολύτως ψευδαίσθηση. Οπως λέει κι ο Κιουρεΐσι: "Ο πόθος χλευάζει κάθε σοβαρό ανθρώπινο εγχείρημα και χλευάζοντάς το του δίνει αξία. Ο πόθος είναι ο πρώτος και ο μόνος γνήσιος αναρχικός. Είναι μυστικός πράκτορας — δεν είναι να απορεί κανείς που η πλειοψηφία επιτάσσει να τον συλλάβουν και να τον κλείσουν σε ασφαλές μέρος, ώστε να μην μπορεί ποτέ να δραπετεύσει".

Όλη αυτή την μάλλον μισοψημένη και ακατανόητη ονειροπόληση περιστρέφεται γύρω από το βασικό ερώτημα αν μπορεί να υπάρξει χαρούμενη μονοθεϊστική θρησκεία. Ή ακόμα, βλέποντας τα χάλια του βουδισμού, τον εκφυλισμό του ταοϊσμού σε μαγιλίκια, την άτεγκτη ακαμψία και τυραννικότητα του ινδουισμού, το πόσο η θρησκεία εξευτελίζει και καταστρέφει μυαλά, ψυχές, συνειδήσεις, ζωές, πολιτισμούς: πότε θα βάλουμε τη θρησκεία στη θέση της;

Η φωτογραφία είναι του Thami Benkirane.

GatheRate

Τρίτη 26 Φεβρουαρίου 2013

Μέσα σε εννιά χρόνια

Ι.
Αρνιόμουνα πεισματικά να διαβάσω δοκίμια Παπανούτσου και Ι.Μ. Παναγιωτόπουλου κατά την προετοιμασία για τις Πανελλαδικές, κάτι το οποίο πλήρωσα με τον βαθμό στην Έκθεση. Είχα ήδη διαβάσει το μυθιστόρημα του Ι.Μ. "Εφτά κοιμισμένα παιδιά", το οποίο σε ένα επίπεδο περιγράφει μυθοπλαστικά τι (πρέπει να) έπαθαν οι χριστιανοί όταν, μετά από 250 χρόνια καυτού λαδιού, βασανιστηρίων, αποκεφαλισμών και άγριων διωγμών, ο χριστιανισμός άρχισε να γίνεται μόδα, αργότερα κατεστημένο και στο τέλος εξουσία: ξαφνικά όλοι πήγαιναν εκκλησία, φόραγαν σταυρούς και συζητούσαν αν ο Άρειος έχει δίκιο ή οχι και την έπεφταν στους Έλληνες και λοιπούς εθνικούς. Είναι μεγάλη πρόκληση τα ιδανικά σου να γίνονται μέινστριμ, ή τουλάχιστον οι εξωτερικοί τους τύποι. Αποπροσανατολίζεσαι εσύ που τα πρεσβεύεις και τα τιμάς, γίνονται κι αυτά (ή, έστω, οι εξωτερικοί τους τύποι) μέρος του πολτού που μας περιβάλλει και καμμιά φορά λέμε 'ιδεολογία'.

ΙΙ.
Τέσσερα χρόνια πριν τις Πανελλαδικές άκουγα σε μια χριστιανική οργάνωση μαθητών έναν νευρώδη ξερακιανό να μιλάει για την κρίση του δυτικού κόσμου. Η αίθουσα ήτανε τίγκα, τα μεγαλύτερα από μένα χριστιανόπουλα τον πήγαιναν πολύ τον SB γιατί, αντίθετα από κάτι στωικούς, καλοκάγαθους μα ανελέητους παπάδες κι ιεροκήρυκες, αυτός ήταν ανελέητος αλλά έλεγε, λέει, τα πράγματα με το όνομά τους. Ο SB είχε τη φήμη αναρχικού. Εγώ τότε από αναρχικούς ήξερα μόνον τις αφίσσες-εφημερίδες τοίχου που διάβαζα πηγαίνοντας στην ξαδέρφη μου στα Εξάρχεια, η οποία έμενε απέναντι από ένα ξενοδοχείο Όνειρο. Και τα συνθήματα στους τοίχους εκεί γύρω, κάτι οσκαρουαϊλντικά του στυλ "η ιεραρχία της εκπαίδευσης είναι η εκπαίδευση της ιεραρχίας". Άκουσα λοιπόν τον SB, που μας είπε για την αλαζονεία του υλικοτεχνικού πολιτισμού, για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση του χρήματος και της αθεΐας, για τους εξοπλισμούς, λεφτά των φτωχών πεταμένα σε "διαολομηχανές που σκοτώνουν", που όμως είναι αναγκαίοι. Μετά κάτι για το ότι το κράτος δε γίνεται να στεγάζει την Πίστη και την Εκκλησία: εκεί γύρω στις εποχές Τρίτση συνέβαιναν αυτά, μέχρι και ο Αυγουστίνος Καντιώτης εβγαζε ιαχές "στα όπλα".

Πολιτική συγκρότηση δεν είχα, ακόμα δεν έχω. Αλλά όσα άκουσα δε μου φάνηκαν αναρχικά, ούτε καν με την 'κακή' έννοια που ήξερα τότε: "Εξέγερση και Χάος, εγώ δεν είμαι πράος" κτλ. Δε μου φάνηκαν τίποτα. Αργότερα, όταν θα μάθαινα τις φασιστικές εκλεκτικές συγγένειες των οργανώσεων, θα τα έβλεπα ως αυτό που ήταν: ως μια λοξή ρητορική απαξίωσης της δημοκρατίας από τη μεριά του ολοκληρωτισμού, με κάποια ρητορικά σχήματα που πείθουν ως αναρχικη κριτική όσο πείθει αυτό για τζαζ.

ΙΙΙ.
Στη Σχολή μου μάλλον δεν υπήρχανε τότε αναρχικοί, παρά δαπίτες πολλοί και αρκετοί μαλάκες. Μετά το πτυχίο γνώρισα τον Κ. Ο Κ δεν είχε τη μοίρα Σεϊσίδη και Μαρίνου (και άλλων) αλλά διώχθηκε αρκετά και απηνώς. Είχαμε μια κοινή γνωστή, κοπέλα μου, και τότε, στην τρυφερή ηλικία των 23 έμαθα, κοτζάμ γάιδαρος, για την καταστολή, τους χαφιέδες, για το ξύλο, τις χαλκευμένες κατηγορίες, τη φυλακή, τα αλλεπάλληλα δικαστήρια για να του σπάσουνε το ηθικό και τα νεύρα. Οι συζητήσεις μαζί του ήτανε χρυσωρυχείο, καλλιεργημένος και πολιτικός άνθρωπος. Πέραν του ότι με έστειλε για διάβασμα (και λίγοι άνθρωποι με στέλνουνε για διάβασμα, συνήθως αφού με κερδίσουνε πρώτα) κι έμαθα κι εγώ πέντε πολιτικά κολυβογράμματα, πέραν του ήθους και της ευγένειας του ανθρώπου, πέρα από την πλήρη του έλλειψη αφέλειας και αυταπατών, ηταν ο Κ ένας άνθρωπος, ο δεύτερος που εγώ γνώριζα, που αγωνιζόταν για την ελευθερία των άλλων.

Λίγα ανθρώπινα πράγματα είναι ευγενέστερα.

GatheRate

Πέμπτη 21 Φεβρουαρίου 2013

the passion and sorrow and mystery of life

Με ρωτάνε τι νέα έχω. Δεν ξέρω. Δεν μπορώ να γελάσω ούτε με τον Μπογδάνο πια. Δεν άνοιξα καν τη μηχανή που φτιάχνει ποιήματα σαν τα δικά του. Δεν μπορώ πια να ασχοληθώ με τις αλλόκοτα ιεραρχημένες προτεραιότητες όσων γράφουν και μιλάνε. Ξαναθυμάμαι με ένταση κι αλγεινή απορία, όπως όταν το πρωτοδιάβασα, το λογοτεχνικό εκείνο αλμανάκ για το οποίο έγραφα τις προάλλες με κείμενα Κόντογλου και άλλων για την επικαιρότητα του 1942: για το αν ορθώς δενδροφυτεύτηκαν η Ακρόπολη κι ο Φιλόπαππος με πεύκα αντί για ελιές αττικές, για τη νοοτροπία του Έλληνα και για το πώς με σύνεση και ομοψυχία "θα περάσουμε την παρούσα δύσκολη συγκυρία".

Δεν έχω άλλο περίσσευμα οργής για κανάλια κι εφημερίδες και δημοσιογράφους και πνευματικούς ανθρώπους -- ισχνά αποθέματα θυμού καταναλώνω, ίσα ίσα για να μην εφησυχάσω. Λέει ο Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός στον επικήδειο του φίλου του Βασιλείου (του γνωστού): γιατί με άφησες πίσω, φίλε, για να εκφωνώ επικηδείους για έναν-ένα σας που πεθαίνετε; Αναρωτιέμαι κι εγώ γιατί να βλέπω ειδήσεις, για να απαριθμώ αθλιότητες ανά εβδομάδα; Σκουριές, ρητορείες, εξαθλίωση, σοφιστείες; Διαπομπεύσεις, ψέματα, αναλγησία, ξύλο; Ματ και γιουροβίζιον;

Με ρώταγε φίλος προχτές γιατί μου παραγγέλνουν φάρμακα από την Ελλάδα. Γιατί δεν υπάρχουνε φάρμακα στην Ελλάδα; άλλωστε "άλλο είναι ακριβά, άλλο δεν υπάρχουνε καθόλου". Δεν ξέρω τι να απαντήσω, αν και θυμάμαι ότι ήξερα την απάντηση. Κάτι με τις φαρμακοβιομηχανίες και τα φαρμακεία και το κράτος.

Το ρίχνω σε κοάν δικής μου εμπνεύσεως. Για παράδειγμα, περπάταγα στο σπίτι από τη δουλειά και θυμήθηκα τη συζήτηση για τον Μπογδάνο, πώς του την έπεσαν, ορθώς ή μη, τον εξισωτικό ικουανιμισμό και ικουοβοκαλισμό του κυρίου Δημοκίδη κτλ. Σκέφτηκα: Βλαχομπογδανία, η Μολδοβλαχία στα ελληνικά του 18ου αιώνα, στα ελληνικά του Διαφωτισμού. Μετά έπιασα να απαριθμώ από μνήμης στα τούρκικα τα οθωμανικά βιλαέτια της Ευρώπης, όμως μετά τα Buğdan, Eflak, Erdil, Karadağ και Girit κόλλησα. Κοίταγα λοιπόν τους οδηγούς, φαίνονται να βρίσκονται σε μόνιμη παραζάλη σε αυτόν τον τόπο, δεν ξέρω γιατί. Παρακολουθούσαν την κίνηση μπροστά από το παρμπρίζ τους σαν παιδιά που χαζεύουνε τον κόσμο πίσω από παράθυρο. Μια συνάδερφος έλεγε ότι οδηγούν με το βλέμμα προσηλωμένο στην πινακίδα του μπροστινού. Ποιος ξέρει.

Στο σπίτι προσπαθώ να δουλέψω, κάνω ότι δε σκέφτομαι τις προθεσμίες που πλησιάζουνε. Τρώω ένα μπολ νούγιες στιγμιαίες, όπως στην Αγγλία κάποτε. Θα μείνω 23 για πάντα, άντε 26. Βλέπω λίγο στο φέισμπουκ, τίποτε διαφορετικό από αυτό που ξέρουμε. Χτυπάει το τηλέφωνο από την Ελλάδα και ξέρω ότι θα μου πούνε κάτι λυγρό, κάποιο άθλιο νέο, χαμηλόφωνα και λίγο μασημένα, λίγο γρήγορα, όπως μου ανακοίνωναν παλιά διαζύγια και θανάτους κοντινών μας ανθρώπων.

Τελικά ξαναδιαβάζω, μετά από 8-9 χρόνια, τις ερωτικές επιστολές του Τζέιμς Τζόυς προς τη Νόρα του. Μαγική εικοσαετία του '20-'30, του Τζόυς και της Αναΐς Νιν, με το Down and Out in Paris and London, με τη τζαζ και τα χασίσια και τα οπιούχα, του εξπρεσιονισμού και του αντιφασισμού, του Καρυωτάκη και όλων των άλλων μικρών θεών, όταν ο κόσμος ήξερε να λέει "φως μου" και "μάτια μου" κι "αγάπη μου χρυσή" αλλά και για το πώς και πόσο θέλει να γαμήσει και να γαμηθεί, για το πώς αναπολεί κλανιές και κυλότες κι όλα τα καλά που δίνει στον καθένα η ζωή κατά τα γούστα του. Τι διάολο, μέχρι κι ο Σεφέρης έγραφε στη Μαρώ ότι είναι ελεεινά καυλωμένος, ότι αναπολεί τα μαλλιά της πάνω στην κοιλιά του (παύση για σόδα εδώ).

Τουλάχιστον ήξεραν τότε τι είναι φασισμός και ποιος τον καλλιεργεί και έπεσαν (έτσι ή αλλιώς) πολεμώντας τον. Διαβάστε λ.χ. τον Κύκλωπα στον Οδυσσέα του Τζόυς και πείτε μου αν έχετε δει τόσο καταιγιστικό και σαρκοβόρο λίβελλο κατά αντισημίτη, όταν ο αντισημιτισμός ήτανε μόδα και μια εποχή πολύ προ φασιστικού αντισημιτισμού. Εμείς πάλι σοκαριζόμαστε που διαβάζουμε "goodnight, my little cuntie I am going to lie down and pull at myself until I come. Write more and dirtier, darling. Tickle your little cockey while you write to make you say worse and worse. Write the dirty words big and underline them and kiss them and hold them for a moment to your sweet hot cunt, darling, and also pull up your dress a moment and hold them under your dear little farting bum" αλλά όχι τις βρωμιές, τα ψευδοεπιχειρήματα και τις απλοειδείς ηλιθιότητες που πλημμυρίζουνε τη ζωή μας σα βόθρος που ξανά και ξανά ξεχειλίζει.

Μα basta! Basta per Dio!

Άλλο κοάν. Χωρίς λόγια. Αρκετά με τα λόγια. Κοιτάζω ό,τι μου δίνει χαρά. Κλείνω τα μάτια και βλέπω ό,τι με πότισε χαρά που δε στεγνώνει όσος καιρός κι αν διαβεί. Μένω εκεί.

GatheRate

Σάββατο 16 Φεβρουαρίου 2013

Καθώς πέφτουμε

Η πασίγνωστη αφήγηση προλογίζει την ταινία La Haine ('Το Μίσος') του Κασοβίτς: "Είναι που λες κάποιος και πέφτει από ένα πενηνταόροφο κτίριο. Ο τύπος όσην ώρα πέφτει λέει ξανά και ξανά για να παρηγορηθεί: 'μέχρι εδώ όλα καλά, μέχρι εδώ όλα καλά, μέχρι εδώ όλα καλά'. Όμως αυτό που μετράει δεν είναι η πτώση, είναι η πρόσκρουση."

Δεν έγιναν τώρα τελευταία οι δημοσιογράφοι γνώμης πιο θρασείς κι υπερόπτες ή πιο καζουιστές. Δε στέγνωσαν πρόπερσι από γνήσια ενσυναίσθηση (γιατί από υποκριτική διαθέτουν να περάσουν πολλούς χειμώνες ακόμη). Έτσι τους θυμάμαι από καταβολής ιδιωτικής τηλεόρασης και από τον καιρό που τα εκδοτικά συγκροτήματα σφιχταγκαλιάστηκαν φανερά με τα όποια συμφέροντα: να ευαγγελίζονται είτε μπλαζεδοψύχραιμη είτε γκλαμουρολαϊκιά χρηστομάθεια και να νουθετούν. Να σιωπούν για τα καίρια και να ρητορεύουν αυτάρεσκα για τα ανώδυνα, δηλαδή να κάνουν δημόσιες σχέσεις αντί για δημοσιογραφία. Όπως τώρα.

Δεν έγιναν πρόσφατα οι συγγραφείς, διανοούμενοι και λοιποί πνευματικοί άνθρωποι τιμητές και λυκειάρχες. Πάντοτε φύσει διαφορετικοί από τους χαζούς αστούς, ως ευφυέστεροι, αλλά και από τον κάφρο Ελληνάρα, ως πιο καλλιεργημένοι. Σταθερά κι αμείωτα ερωτευμένοι: άλλοι με την εύτακτη ή με την χημικά ολοζώντανη (αναλόγως) φούσκα στις σχετικές γειτονιές του Παρισιού, του Βερολίνου, του Λονδίνου, της Νέα Υόρκης και του Ελ-Έι, άλλοι με νεορθόδοξα οράματα κοινοτήτων σφιχταγκαλιασμένων -- για να φτάνει πιο εύκολα ο ένας το λαρύγγι του άλλου, ποτέ δεν ξέρεις.

Αυτό που όμως άλλαξε είναι ότι πέφτουμε πια. Είτε γιατί έλιωσε και έσπασε ο σαθρός πρόβολος πάνω στον οποίο στεκόμασταν, όπως ισχυρίζονται δημοσιογράφοι, διανοούμενοι και οι πολιτικοί του business as usual, είτε και γιατί μας έσπρωξαν στο κενό.

Όσοι επαναλαμβάνουν ψιθυριστά την παραμυθία ή την παραμύθα του 'μέχρι εδώ όλα καλά', όσοι πιστεύουν ότι στο τέλος όλα θα πάνε καλά, ξέρουν ωστόσο πως πέφτουμε: το αντιλαμβάνονται και από την αίσθηση έλλειψης βάρους. Όλα μοιάζουν να αιωρούνται, όλα λέγονται, όλα παίζονται, όλα είναι στον αέρα. Οι ζωές που χάνονται (δε σταμάτησαν οι αυτοκτονίες), η Υγεία και η Παιδεία που περνούν οριστικά στα χέρια ιδιωτών και των πελατών τους, οι συνθήκες διαβίωσης που εξαχνώνονται, οι ελευθερίες, τα δικαιώματα, οι ίδιοι οι θεσμοί που συνθλίβονται: όλα είναι αβάσταχτα ελαφριές υποθέσεις. Όλα τα γεγονότα μπορούν να γυρίσουν το μέσα-έξω, με ολίγη από κακοχυμένη αποδόμηση, που ευδοκιμεί πια σε έναν τόπο ο οποίος εχθρεύεται παλαιόθεν την κριτική (γιατί τη θεωρεί απαξίωση) και την κριτική σκέψη.

Κάποιοι από όσους πέφτουμε θυμόμαστε από το σχολείο ότι η πτώση είναι επιταχυνόμενη κίνηση. Και οι υπόλοιποι το ζούμε βεβαίως, αφού πια δεν προλαβαίνουμε τις εξελίξεις: λάθρα εκποιήσεις εθνικού πλούτου, γενικευμένη αστυνομική κτηνωδία προς σωφρονισμό, δολοφόνοι με ασυλία, έφηβοι γηγενείς χωρίς ιθαγένεια, λαϊκά δικαστήρια όπου δικάζονται γονείς ενηλίκων γιατί δεν ανάθρεψαν τα παιδιά τους σωστά (το σχολείο κατηγορήστε: αυτό μας μαθαίνει ότι η πατρίδα μας λευτερώθηκε από άνομους πλιατσικολόγους κλεφταρματολούς που έπαιζαν κρυφτούλι με τις οθωμανικές αρχές). Και ποιος ξέρει τι άλλο, μέχρι να έρθει το Σάββατο και να τυπωθούν αυτές οι αράδες. Αράδες που κανονικά θα έπρεπε να είναι ουρλιαχτό: αυτό μας αρμόζει καθώς πέφτουμε.

Αλλά ας μην κλείσω με ουρλιαχτά. Ας κλείσω νηφάλια, αξιοποιώντας την τεχνική του μοντάζ.

Όταν ήμουν φοιτητής έπεσε στα χέρια μου ένα λογοτεχνικό αλμανάκ από τη συλλογή του παππού. Της Ένωσης Συντακτών, νομίζω. Πολλά γνωστά ονόματα των γραμμάτων μας, που αναγνωρίζουμε από ανθολογίες και σχολικά βιβλία, έγραφαν εκεί για την επικαιρότητα. Για το αν ορθώς δενδροφυτεύτηκαν η Ακρόπολη κι ο Φιλόπαππος με πεύκα αντί για ελιές αττικές. Για τη νοοτροπία του Έλληνα. Για το πώς με σύνεση και ομοψυχία "θα περάσουμε την παρούσα δύσκολη συγκυρία". Στο εξώφυλλο υπήρχαν ευχές για ευτυχές το 1943.

Για τη στήλη 'Blogs in print' της Ελευθεροτυπίας της 16.II.2013

GatheRate

Δευτέρα 11 Φεβρουαρίου 2013

Άστρο


Τη νύχτα, όπως πλησιάζεις την πόλη, πρώτα εμφανίζεται ένα μοναχό άστρο μέσα στο σκοτάδι, εκεί όπου ξέρεις ότι είναι το βουνό. Σε λίγο και μια ημισέληνος. Μετά τα πλαισιώνει ένα παραλληλόγραμμο, έχεις τώρα το περίγραμμα της ay yildiz. Στο τέλος προστίθενται και τα περιγράμματα δύο οριζόντιων ταινιών πάνω και κάτω από την ημισέληνο και τ' άστρο. Το περίγραμμα της σημαίας του Βορρά. Η σημαία σβήνει και σε λίγο επανεμφανίζεται το αστερι.

Εδώ, λέει, ο ερωτοχτυπημένος Φραγκοκύπριος περιγράφει το οικόσημό του:

Διά σημάδιν έχω λιόντα
στην ώχραν όπου 'ν γοιόν άστρον,
πράσινον δεντρόν σαν κάστρον
πάντα στέκεται θωρώντα,
μ' όρεξην παντές βιγλώντα
του δεντρού τους κλώνους χάσκει,
να πηδήση πάνω πάσκει
και γι' αυτόν στέκει στεκόντα.
 
Από άστρο σε άστρο, ένα άχαρο, σκονισμένο και αποψιλωμένο νησί περιμένει τον χειμώνα να πρασινίσει και να ανθίσει, όταν δεν κάνει λειψυδρία. Το ξεχασμένο φετίχ του νεοέλληνα, που δεν είναι -- λέει -- τρέλα εθνική που επιστρέφει, ούτε οικόπεδο που το καταπατούνε, είναι κάτι χειρότερο: τρανή απόδειξη ότι η εξουσία και η τυραννία δε χρειάζεται να είναι μεγάλες, πολυεθνικές και απρόσωπες για να συνθλίψουν τη ζωή σου ή "απλώς" την αξιοπρέπειά σου. Η στυγνή, κυνική κι απάνθρωπη εξουσία μπορεί να έχουν την όψη ορθοδόξου αρχιεπισκόπου ή υποψηφίου προέδρου ή δυναμικού επιχειρηματία σε έναν τόπο μικρότερο σε πληθυσμό από τον Δήμο Αθηναίων. Πολλές φορές έχουν απλώς την όψη πατέρα ή μάνας, εδώ που τα λέμε.

Και ναι, καλά το θυμόμουν, έχω ξανασχοληθεί με το πόσο θανατερή είναι η μικρή και σπιτικιά εξουσία, π.χ. εδώ.

GatheRate

Κυριακή 10 Φεβρουαρίου 2013

Ακόμα ένα déjà vu


Πριν ακριβώς έξι χρόνια, έγινε αυτή η συζήτηση. Παραπέμπω σε αυτή κυρίως για τον διάλογο στα σχόλια: ό,τι ζούμε σήμερα ήδη υπάρχει δυνάμει και εκεί. Επίσης, μου φαίνεται πια να είναι διάλογος που έγινε σε έναν παράλληλο κόσμο, σε ένα επινοημένο σύμπαν, και όχι στο πρόσφατο παρελθόν.

Μόνον ένα σχόλιο: όταν έλεγα "απεχθάνομαι τη βία", την εννοούσα ως προερχόμενη από την εξουσία ή από ίσο προς ίσο. Δεν μπορούσα να διανοηθώ τότε πώς θα ήτανε δυνατόν σοφιστικά κινούμενος κάποιος να μιλήσει για "βία" των αδυνάτων προς τον καταπιεστή ("απ' όπου κι αν προέρχεται", λέει). Τέλος πάντων. Καλά να πάθω, να μάθω να ακριβολογώ, να μάθω να είμαι πιο διορατικός και λιγότερο το χαϊβάνι της καλοπιστίας. Εν πάση περιπτώσει, διαβάστε αυτό και θα σας λυθούν πάρα πολλές απορίες.

GatheRate

Τετάρτη 6 Φεβρουαρίου 2013

The Chauffeur

ἀπὸ τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς
κατά Ματθαίον 7, 16

Είναι συναρπαστικό να παρακολουθείς το ξύπνημα μιας καινούργιας ανθρώπινης ζωής, ενός νέου νου που φυτρώνει και ανθίζει. Από τα λίγα θεάματα που προκαλούν γνήσιο θαυμασμό. Από τις λίγες φορές που αληθινά εύχεσαι για Ανάσταση νεκρών: να διασωθεί κάθε ένα από αυτά τα λαμπρά άνθη.

Κι αναρωτιέσαι όσο παρακολουθείς αυτούς τους παιδικούς νόες να στυλώνουν το μπουμπούκι τους για ν' ανθίσει, για να βγάλει λαμπρά χαμόγελα χαράς, εύγλωττα συναισθήματα, σφρίγος κάθε είδους, βαθιά βλέμματα πνευματικά και ίσως ποιητικά, για να γίνουν ίσως εικοσάχρονα που θα ντροπιάσουν έναν κόσμο αγκυλωμένο μπροστά στη θέα του χαμού και του θανάτου. Αναρωτιέσαι τι θα είναι οι πρώτες παραστάσεις τους, οι παραστάσεις που θα συνθέσουν την άβυσσο του ασυνειδήτου τους. Ακόμα πιο έντονα, κι ίσως με αγωνία, αναρωτιέσαι ποιες θα είναι οι παραστάσεις και τα λόγια πάνω στα οποία θα αρθρωθεί η συνείδησή τους, η λαχτάρα τους για ελευθερία και για έρωτα και για να φτιάξουνε και να χαρούν και να γλεντήσουν, ή άλλες δυνάμεις, σκοτεινές. Τα αναρωτιέσαι αυτά γιατί είσαι κρυπτομπιχεβιοριστής και αφελής ψυχολογιστής, γιατί νομίζεις πως, αν είναι αρκετά και κάπως μεγάλα τα κομμάτια που θα καταφέρεις να ενώσεις, θα μπορέσεις όχι απλώς να νιώσεις αλλά και να ερμηνεύσεις τον άλλο, να τον εξηγήσεις, να δεις την άβυσσο του ασυνειδήτου και τα μινωικά παλάτια της συνείδησής του διαμπερώς και πάμφωτα. Αλλά όχι. Απατάσαι. Απατάσαι τρελά. Ένα παιχνίδι είναι κι αυτό με τις "παραστάσεις που μας διαμορφώνουνε", μια κουβέντα για πρωτιές, η ανάγκη να αναγνωρίσεις στο κομμάτι κάποιου αρχικού πατρόν το τωρινό αδιανόητο υφαντό δισεκατομμυρίων κόμπων και μοναδικής ιστορίας που είναι ο καθένας μας.

Μια κουβέντα για πρωτιές. Πήγα με τον φίλο μου τον Π. στον φίλο μου τον Φ., που είχε βίντεο, να δούμε την κασέτα με τα βίντεο κλιπ των Ντουράν Ντουράν. Περασμένος αιώνας. Η μαμά του Φ μάς έφερε τοστ να φάμε και είδαμε την κασέτα. Αυτό το (εντελώς ανυπόφορο πια) βίντεο ήταν το πρώτο ερωτικό ερέθισμά μου.


Τα προφανή στοιχεία πρώτα: οι μυθικές στολές του φετίχ, οι γυναίκες που ντύνονται αλλά μένουν γυμνές, τα ηδονοβλεπτικά, η πόλη (που χρόνια μετά θα αναγνώριζα και έτσι και αλλιώς). Αλλά και το κάπως στοιχειωτικό θέμα οστινάτο (τέσσερις νότες, σαν αυτό), οι γέφυρες και οι αυτοκινητόδρομοι και τα ψηλά μπλόκα να αστράφτουν στο ηλιοβασίλεμα, ο φω-κιτς υπαινιγμός στον "Θυρωρό της νύχτας" (δεν τον ήξερα τότε), ο σύνθι αυλός του Πανός προς το τέλος, η απορία του λεσβιακού έρωτα.

Ποιο είναι το συμπέρασμα; Κανένα. Νους ορά και νους ακούει: αυτό το σπάνιο και εύθραυστο θνητό λουλούδι. Ό,τι προσλάβει από έξω θα το πάρει, θα το φωτοσυνθέσει, θα το κάνει δικό του, κι αν μεγαλώσει θα έχει και μίσχο ξυλώδη. Με αγκάθια ή για καρπούς.

GatheRate

Κυριακή 3 Φεβρουαρίου 2013

Η μάνα, η μπάνκα

Από το τάβλι μέχρι τη μονόπολη, όποιος κρατάει την μπάνκα ή τη μάνα, κρατάει το παιχνίδι.

Σε παιχνίδια με ασυγκρίτως πιο βαθειές και μακροχρόνιες συνέπειες, όπως η πολιτική, όποιος ορίζει την ατζέντα και τη θεματολογία του δημόσιου διαλόγου κρατάει γερά και το πλεονέκτημα στο παιχνίδι και τις τύχες εκατομμυρίων ανθρώπων.

Η Αριστερά υποτίθεται ότι ανέκαθεν προσελκύει καλλιεργημένους ή έστω ευφυείς ανθρώπους ή τουλάχιστον ευφραδείς και με ευγλωττία. Η Αριστερά υποτίθεται ότι φωτίζεται από το γενικό πρόταγμα της δικαιοσύνης και της αλληλεγγύης, του αδιαπραγμάτευτου δικαιώματος για ελευθερία και αυτοπροσδιορισμό. Η Αριστερά υποτίθεται ότι μεριμνά και αγωνίζεται για την ευημερία των πολλών και όχι για τον πλουτισμό των λίγων.

Αναλογιστείτε τώρα πόσο κούφια σας ακούστηκε η προηγούμενη παράγραφος. Παραδεχτείτε ότι η όποια διανοητική, μορφωτική και ηθική ανωτερότητα της Αριστεράς απλούστατα δεν έχει κανένα αντίκρυσμα στην πολιτική κωμωδία που ζούμε από τον Ιούνιο και μετά. Στη μετεκλογική αυτή κωμωδία, οι απαξιωμένοι συγκυβερνούν μαζί με τους βαθιά διεφθαρμένους, σε ένα σχήμα που θα ήτανε γελοίο αν δε διάβρωνε ταχύτατα κάθε (μα κάθε) πολιτική και κοινωνική κατάκτηση των τελευταίων 40 ετών. Και το χειρότερο: αν γίνονταν την Κυριακή εκλογές, πάλι ένα παρόμοιο κυβερνητικό σχήμα θα προέκυπτε, απέναντι σε ένα βολικά χειραφετημένο 10% νεοναζιστών.

Γιατί συμβαίνει αυτό; Δεν είμαι πολιτικός αναλυτής και οπωσδήποτε βλέπω τα πράγματα αποσπασματικά. Βλέπω όμως καθαρά ότι την μπάνκα, τη μάνα, την κρατάνε γερά στα χέρια τους οι δύο Ηρακλείς που στηρίζουν το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας: το άτυπο ιερατείο της εμφυλιοπολεμικής Δεξιάς και οι θεολόγοι της νεοφιλελεύθερης ουτοπίας των ολίγων.

Όλη η ρητορική και όλη η θεματολογία κάθε δημόσιου διαλόγου ξεκινάει από αυτούς τους δύο Ηρακλείς. Η Αριστερά απλώς παίζει άμυνα: απαντάει στις ερωτήσεις τους, αναιρεί τους παραλογισμούς τους, προβαίνει σε αποδόμηση των σοφισμάτων τους, επισημαίνει τα αυτονόητα, ψελλίζει για το ενδεχόμενο σκευωριών και κινήσεων αποπροσανατολισμού, επαναλαμβάνει ασθμαίνοντας 'απεταξάμην' στις απανωτές ερωτήσεις εξορκισμών νομιμοφροσύνης. Και δεν την ακούνε τελικά παρά μόνον οι ίδιοι πιστοί της Αριστεράς, κάποιοι προσήλυτοί της και, ίσως, κάποιοι κατηχούμενοι.

Αν πρέπει να γίνει κάποια ρήξη εκ μέρους της Αριστεράς, αυτή πρέπει να είναι ρήξη στον πολιτικό διάλογο. Δε γίνεται να σύρονται οι εκπρόσωποί της στα κανάλια για να δώσουν προφορικές εξετάσεις, για να αποκρούουν σουτάκια. Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι αξιωματική αντιπολίτευση (ό,τι κι αν σημαίνει αυτό στο τρέχον φαλιμέντο των θεσμών) και οφείλει επιτέλους να ορίσει τη δική του ατζέντα: να (ξαν)ανοίξει τη συζήτηση για το Μνημόνιο, για την αποσυναρμολόγηση των θεσμών, για την κατάρρευση της δημόσιας Υγείας και της Παιδείας, για τον εκβαρβαρισμό της αγοράς εργασίας, για τον προϊόντα γενικευμένο εκφασισμό της ελληνικής κοινωνίας. Η Αριστερά σε αυτή τη φάση, τώρα, πρέπει να γίνει η μάνα του παιχνιδιού, να πάρει την μπάνκα στα χέρια της.

Για τα Ενθέματα της Αυγής της 3.ΙΙ.2013.

GatheRate

Από το θέατρο σκιών


Ο μέσος Έλληνας δεν υπάρχει. Το εδώ και τρία χρόνια κλωτσοσκούφι της επιχειρηματολογίας των οργανικών διανοούμενων είναι επινοημένο. Πρόκειται για έναν μέσο όρο, έναν τάχα τυπικό εκπρόσωπο, που συνοψίζει τις ιδιότητες και τα ελαττώματα του Καραγκιόζη, όπως στο σχεδόν αρχετυπικό κείμενο του Νίκου Δήμου. Και τέλος πάντων, όσοι βλέπουνε στον τύπο αυτό του μέσου Έλληνα τον Καραγκιόζη λησμονούν ότι ο Καραγκιόζης είναι δημιούργημα της ίδιας κοινωνίας που παράγει Χατζηαβάτες. Χατζηαβάτες που καρτερικά ανέχονται την επί τριετία καταστρατήγηση των θεσμών και την καταστολή των ελευθεριών, που υποκαθιστούν την αντίσταση με τη ρητορική της αγανάκτησης και με την απολιτίκ εκτονωτική μούντζα. Ή που δε λένε τίποτα και περιμένουν να περάσει η μπόρα.

Απέναντι στους Καραγκιόζηδες και στους Χατζηαβάτες, οι οργανικοί διανοούμενοι ορθώνουν περήφανα το όποιο ανάστημά τους και αρθρώνουν έναν άλλο λόγο εδώ και τρία-τέσσερα χρόνια. Όπως επισημαίνουν η Ε. Γιαννοπούλου και ο Θ. Τραμπούλης στο Unfollow Ιανουαρίου, διεκδίκησαν και κατοχύρωσαν προνομιακή θέση στον δημόσιο λόγο και σήμερα μιλούν από την αναγνωρίσιμη θέση του συγγραφέα -- αλλά και του δημοσιογράφου γνώμης. Οι οργανικοί διανοούμενοί μας είναι αυτοδημιούργητοι, δηλαδή εν πολλοίς αυτοδίδακτοι, οψιμαθείς ή και τα δύο, και ανδρώθηκαν στρατηγικά τοποθετημένοι στις σωστές παρέες. Παραμένουνε διανοητικά απείθαρχοι αλλά πομπώδεις και στριφνοί και φιγουρατζήδες στις σωστές αναλογίες. Σε αυτό το τελευταίο είναι πάντως πιο Ελληνάρες από τους Έλληνες, βρίσκονται πιο κοντά στον Καραγκιόζη παρά ο "άπλυτος αριστερός", ο "αιθεροβάμονας" ή ο "μπαρμπα-Μήτσος".

Αυτή η εκλεκτικιστικώς φιλοευρωπαϊκή γενιά, τα απόπαιδα του Διαφωτισμού και οι ανορθόγραφοι του Ορθολογισμού, μας λένε ότι για "εδώ που φτάσαμε" φταίει ο Καραγκιόζης (ο Χατζηαβάτης πάλι, όχι και τόσο πολύ). Για όλα. Φταίει η ιστορία του, φταίει κι η γεωγραφία του, φταίει η Ορθοδοξία ή η Δύση ή και οι δυο μαζί. Φταίει το δημοσιονομικά υπερτροφικό Κράτος (που παρατάιζε, λέει, τον Καραγκιόζη) και το πολιτικά ισχνό Κράτος (που δεν τον καρπαζώνει όσο πρέπει όταν ανομεί). Πάνω απ' όλους φταίει η μπανάλ Αριστερά, που παραχαϊδεύει τον Καραγκιόζη και δεν τον αφήνει να βάλει καμπούρα να βγούμε από την κρίση. Τέλος, φταίει ο φτωχός που δεν έμεινε όπου κι η μοίρα του.

Μιλώντας για τους φτωχούς, αφού οι φτωχοί δε μιλάνε συνήθως, ίσως μια μέρα βρεθεί κάποιος να γράψει την ιστορία του ελληνικού λαού, σαν αυτή που έγραψε ο Χάουαρντ Ζινν για το λαό των ΗΠΑ: από τη σκοπιά των φτωχών. Άραγε πώς θα φαίνονταν τα πράγματα από τη σκοπιά του φτωχού χωρικού που εξαρτάται από τα ρουσφέτια ή που μετανάστευσε για να μη λιμοκτονήσει, του φτωχού που παγιδεύτηκε σε πόλεμο, διχασμό και καταστροφή μεταξύ 1912 και 1922, αυτού που τον περιέλαβε η κατοχή και ο Εμφύλιος, που είτε μετανάστευσε είτε έζησε στην τραχειά Ελλάδα του '50 και του '60 σε συνθήκες σαν αυτές που ζουν οι ξένοι στην Ελλάδα σήμερα; Τι θα μαθαίναμε για τη βουβή ευμεγέθη μειοψηφία που έκανε δύο δουλειές για να επιβιώσει -- κι όχι για να "χτίσει εξοχικό", μια μειοψηφία αόρατη μεταξύ 1974 με 2010, αφού χάλαγε τη μόστρα του ευρωπαίου Καραμανλή, του σοσιαλιστικού ΠΑΣΟΚ, του απενοχοποιητικού Κλικ, του εκσυγχρονιστή Σημίτη, της Ισχυρής Ελλάδας; Ίσως αντί για αντικατοπτρισμούς μαζικής διαφθοράς, τεμπελιάς, ρεμούλας κτλ. να ακούγαμε τότε όσους δε μίλαγαν ποτέ, όσους δεν ακούγονταν ποτέ, παρά μόνο για να γίνουν αντικείμενα εκμετάλλευσης.

Ο μέσος Έλληνας δεν υπάρχει, είναι απλώς το είδωλο μιας κάστας και μιας ελίτ που ήθελε να αναρριχηθεί κι αναρριχήθηκε. Εν πολλοίς με κρατικά λεφτά, έστω και εμμέσως. Και τώρα που αναρριχήθηκε, κουνάει το δάχτυλο στους από κάτω, γιατί της μοιάζουνε Χατζηάβατες και Καραγκιόζηδες. Στην πραγματικότητα, όταν κοιτάζει κάτω, η ελίτ αυτή απλώς αντικρύζει το καθρέφτισμα της, αυτό του Ναρκίσσου.

Για τη στήλη 'Blogs in print' της Ελευθεροτυπίας της 2.II.2013

Η φωτογραφία (μόνον εδώ) είναι της murplejane.

GatheRate