Κυριακή 3 Νοεμβρίου 2013

Η κεφαλή της Μέδουσας



Όταν κοιτάμε τον καθρέφτη τι βλέπουμε; Κοιτάμε στον καθρέφτη γιατί μας προστατεύει.

Τους ανθρώπους δε μας τυραννάει απλώς και μόνο ο θάνατος. Μας βασανίζει κάθε τι το αναπόδραστο και μας τρελαίνει ό,τι είναι αμετάκλητο. Ό,τι κι αν είναι. Μας βασανίζει άπαξ και το θεωρήσουμε αναπόδραστο, άπαξ και μας φανεί αμετάκλητο. Αλλά τελικά το μόνο αμετάκλητο είναι ο θάνατος. Δηλητηριάζουμε τη ζωή μας θεωρώντας ότι ένα σωρό άλλα πράγματα είναι αναπόδραστα και αφηνόμαστε να μας κατασπαράξουν ή να μας διαβρώσουν. Δηλητηριάζουμε τη ζωή μας νομίζοντας ότι τόσα και τόσα είναι αμετάκλητα: τα περνάμε για θάνατο και γι' αυτό παραλύουμε.



Αυτό που μας βασανίζει είναι συνήθως και αυτό που βλέπουμε στους άλλους. Το βλέπεις συνέχεια. Όχι, δεν προβάλλουμε στους άλλους αυτό που έχουμε μέσα μας, όχι: προβάλλουμε ό,τι μας βασανίζει. Η περιφερειακή μας όραση θα τσιμπήσει αυτό που μας τρώει καθώς θα κινείται και θα στρέψει τη ματιά μας προς τα εκεί. Γι' αυτό πρέπει να ακούμε προσεκτικά τι μας λένε οι άλλοι, ακόμα και όταν φλυαρούν -- ιδίως τότε. Γι' αυτό πρέπει να ακούμε προσεκτικά τον εαυτό μας.


Mural: Breathe 

Γνώρισα ανθρώπους που ασπαστήκανε θρησκείες στα πενήντα τους, έγιναν νεοφώτιστοι στη μέση  ηλικία. Έπιασαν κι επανερμήνευσαν τον κόσμο από την αρχή -- γιατί κάθε ζωή είναι κόσμος: δεν είναι αφήγηση, είναι κόσμος. Ξαναδίνουν νόημα έτσι σε ολόκληρη την ιστορία του κόσμου, του έξω και του ένδον τους: υπάρχει κάπου κάποια δοξασία που σε πάει κάπου έξω από τον κόσμο, υπάρχει σε κάποια γωνιά αυτού του πλανητάκου μια δεισιδαιμονία που αντανακλά την άπειρη παρουσία. Την άπειρη παρουσία που ενδιαφέρεται γι' αυτούς και για εσάς και για όλους. Μέσα από υφάσματα και πέτρες και φωνές και λιβάνια. Κι ίσως και τίποτε γυαλιά χρωματισμένα στα παράθυρα, μέσα από τα οποία περνάει η αιώνια μεταφορά: το φως.

Γνώρισα ανθρώπους που θέλησαν να αυτοπροσδιοριστούν μέσα από τον έρωτα αλλά ο έρωτας είναι άτιμος και απείθαρχος: τον ψάχνεις και λανθάνει, θες να τον αφήσεις να σε προσδιορίσει και αρνείται έστω και να σου γρατσουνίσει τον καρπό. Τον πιστεύεις, του ανάβεις θυμίαμα και μετά τον λησμονείς. Από την άλλη, θες να σε αφήσει ήσυχο και σε αφανίζει με άνεση κι ευκολία, με κάθε ανεμελιά, μια κι έξω και για πάντα και ενίοτε αμετάκλητα. Θες να σιωπήσει αλλά γίνεται σάλπιγγα και τύμπανο και η θάλασσα που ποτέ δεν ησυχάζει. Και αν ποτέ σιωπήσει, και αν ποτέ σου δώσει αυτό που θες, και αν κάποτε σου πει για μια μικρή γωνιά του εαυτούλη σου όπου αντανακλάται η τρομερή λάμψη της ύπαρξης, η ακτινοβολία μέλανος σώματος, δηλαδή της πάμφωτης αβύσσου μέσα σου, δεν ξέρεις και τι να κάνεις με αυτό που σου έδωσε ο έρωτας. Το κλείνεις στο χέρι, χαμογελάς, ακούς την ωραία σιωπή και την απόγευση· λες "είμαι πλούσιος". Ο έρωτας σου έχτισε ακόμα έναν τόπο μέσα στον κόσμο μέσα σου, μια νέα βασιλεία. Είσαι πλούσιος.

Γνώρισα ανθρώπους που αφοσιώθηκαν στην ακινησία. Ή μάλλον, στη φρεναπάτη της ακινησίας. Γιατί τίποτε δεν είναι ακίνητο. Μπορεί απλώς να πέφτει και να λες "α, ακινητεί". Πάντως ακίνητο δεν είναι. Αυτοί λοιπόν δόθηκαν στην ακινησία, άφησαν τον κόσμο να ταξιδέψει όσο θέλει, να πάει όσο μακριά μπορεί, βέβαιοι ότι πάλι σ' εκείνους θα επιστρέψει. Δεν πήραν θέση, δεν εξέφρασαν γνώμη, δεν κράτησαν στάση. Μπορεί και να ένιωσαν πως αυτό που έχουνε μέσα τους, ο κόσμος που είναι η κάθε ζωή, είναι πιο απέραντος από τον κόσμο γύρω τους. Ίσως να φρονούν ότι ο ένδον κόσμος ο δικός τους είναι μυθικότερος και με πιο φωτεινούς πλανήτες και λαμπρότερους ήλιους και απαλότερους γαλαξίες χυμένους πάνω στον δικό τους κατασκότεινο ουρανό, μυθικότερος από του φτωχού, από του κουτού, από του ανάπηρου, από του άλλου.

Αλλά ο κόσμος σου υπάρχει επειδή υπάρχουν κι άλλοι κόσμοι.

GatheRate

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου