Τρίτη 29 Δεκεμβρίου 2015

Η διπλή ζωή

Ταυτίζουμε ανθρώπους γύρω μας με έναν ρόλο τους, μία όψη της ζωής τους. Βεβαίως αυτή είναι μια ταύτιση που πολλοί από εμάς εσωτερικεύουμε: είμαστε μάνα, πωλητής, παππούς, κλειδαράς, ναξιώτης, συνταξιούχος, προϊσταμένη, πασόκος, αεκτζού, ταξιτζής -- και ούτω καθεξής.

Ορίζουμε τους άλλους και αυτοπροσδιοριζόμαστε μονοσήμαντα.

Συνέπεια αυτής της μίας και βασικής ταυτότητας είναι και ότι καταλήγουμε να αντιλαμβανόμαστε τον βίο μας, τον δικό μας και των άλλων, ως κάτι απλοειδές και ως κάτι με εσωτερική συνέπεια: η ζωή μας πρέπει να διακρίνεται από εσωτερική συνοχή μονιστικού χαρακτήρα. Βλέπουμε δηλαδή τη ζωή μας και τον χαρακτήρα μας σαν απλοϊκά θεωρήματα. Αυτός είναι και ο λόγος που η διπλή ζωή (της Βερόνικας ή κάποιου άλλου) ή οι δισχιδείς ή πολυσχιδείς άνθρωποι (π.χ. το πρωί ηλεκτροσυγκολλητής το βράδυ ντιτζέι) μας φαίνονται αξιοπερίεργες περιπτώσεις, ασυνάρτητες σπατάλες ή και αφορμή για καλαμπούρι.

Το παραμύθι του απλοειδούς βίου, ότι λ.χ. κάποιος είναι μάγειρας ή νηπιαγωγός ή πότης και αυτό τον ορίζει με επάρκεια, είναι από αυτά που δεν χορταίνουμε να λέμε στον εαυτό μας και στους άλλους. Και πρόκειται φυσικά για παραμύθι, γιατί κανείς μας δεν είναι απλοειδής και μονοσήμαντος, ακόμα και ο πιο ασκητικός αθλητής, ο πιο αφοσιωμένος στην επιστήμη του σπασίκλας, ο πιο συστηματικός πέφτουλας ή ο πιο στριφνός φιλόλογος. Ακόμα και αν οι χαρακτήρες και οι ζωές μας -- εξαιτίας μάλλον κάποιου θαύματος -- δεν περιέχουν "αντιφάσεις", οπωσδήποτε αποτελούνται από ζωντανά κι δυναμικά στοιχεία που δεν δένουν απαραίτητα μεταξύ τους.

Το παραμύθι καθίσταται επικίνδυνο όταν καλούμαστε να επιλέξουμε τι θέλουμε να είμαστε: ζευγάρι ή γονείς; μάνα ή επαγγελματίας; καλλιτέχνης ή πολίτης; Και καταλαβαίνει κανείς ότι δεν πρόκειται απλώς για ζήτημα κατανομής χρόνου, που είναι σοβαρό ζήτημα αλλά πολλές φορές άσχετο, όταν δει λιγάκι πώς αντιμετώπιζονται από την κοινωνία όσοι αποφασίσουν "δυσί κυρίους δουλεύειν": όχι ως άνθρωποι που θα συναντήσουν πρακτικά προβλήματα (π.χ. χρόνου) αλλά ως άνθρωποι χωρίς αφοσίωση και σίγουρα χωρίς στοχοπροσήλωση. Ο στόχος πρέπει να είναι ένας, ο ρόλος πρέπει να είναι ένας -- έστω κι αν έχεις χρόνο ή δυνάμεις για παραπάνω. Το να μοιράζεσαι, κάτι που τελικά είναι αναπόφευκτο, θεωρείται ένδειξη επιπολαιότητας και προχειρότητας.

Κατά βάθος έχουμε λίγο-πολύ ενστερνιστεί ένα υπερθετικά μοναχικό ιδεώδες, ένα σύστημα κατά το οποίο "ενός εστί χρεία" και σύμφωνα με το οποίο απλώς καλούμαστε να επιλέξουμε σε τι θέλουμε να αφοσιωθούμε κατ' αποκλειστικότητα. Τα πράγματα γίνονται ακόμα πιο αυστηρά και μονολιθικά όταν μέσα στο θεώρημα εισαχθεί ο παράγοντας "αγάπη", αυτό το πασπαρτού: "να αποφασίσεις τι αγαπάς και να αφιερωθείς ολοκληρωτικά σ' εκείνο".

Στο τέλος, όσοι δίνουνε την εντύπωση της ολοκληρωτικής αφοσίωσης γίνονται ινδάλματα και πρότυπα, με ό,τι κόστος και συνέπειες συνεπάγεται αυτό, αφού η "ολοκληρωτική αφοσίωση" σε κάτι ή σε κάποιον είναι είτε φενάκη, είτε ψυχαναγκασμός. Όμως η ιδέα της ολοκληρωτικής αφοσίωσης είναι το ίνδαλμα που προβάλλεται, το πρότυπο, ως τρόπος να ολοκληρώνεσαι και ως προσωπικότητα.

GatheRate

Δευτέρα 21 Δεκεμβρίου 2015

Charlatans

Ω, μα υπάρχουνε δεκάδες πράγματα για τα οποία δεν μιλάω. Εκατοντάδες.

Εδώ και λίγους μήνες ξανακούω Charlatans. Αυτή τη φορά τους ακούω εντατικά. Απολαμβάνω τα σύνθια που σκάβουν (πόσοι μουσικοί μπορούν να καμαρώσουν ότι τα σύνθια τους σκάβουν;) και τις μαυλιστικές μπασογραμμές που ανεμίζουν, νίβομαι λίγο με τη χαρά της ζωής που βγάζουν και που δεν είναι εξώφθαλμα δεμένη στα ναρκωτικά, όπως με τους Happy Mondays. Γενικά ακούω, και όταν ακούω δεν πολυαναλύω, κι αυτό είναι πολύ καλό.

Σήμερα πάντως, κολλημένος στον δρόμο πίσω από μία μερσεντές υπερβολικά μεγάλη και βαρειά για τις οδηγικές δεξιότητες του οδηγού της, άκουγα πάλι το Then, που έμοιαζε υπερβολικά με μοιρολόι για να καταφέρει να κάνει σουξέ, και μετά το Weirdo, του οποίου το σινγκλάκι το είχε ψαρέψει περιχαρής και περήφανος ο κολλητός μου από το Happening και έβαλε να το ακούσουμε σχεδόν επιτόπου. Τότε δεν μου είχε κάνει ιδιαίτερη εντύπωση το τραγούδι, τώρα το θεωρώ το καλύτερό τους και δεν το χορταίνω. Θυμήθηκα λοιπόν ότι τότε το συγκρότημα το λέγαμε 'Τσάρλατανς' με τον κολλητό και ότι ένας Άγγλος σε οικογενειακό θέρετρο το καλοκαίρι του '91 μου είπε ότι προφέρονται 'Σάρλατανς' με παχύ σ.

Εκείνη τη στιγμή έπεσε το σόλο μπάσο του Weirdo, άναψε κόκκινο και συνειδητοποίησα ότι έχουνε περάσει 25 χρόνια σχεδόν από τότε. Φρέναρα μαλακά. Ο αριθμός μού προκάλεσε δέος. Είναι πολλά τα 25 χρόνια, πολλά είναι: μέσα τους χωράει π.χ. το κατακλυσμιαίο 1949-1974, η εποχή κατά την οποία φτιάχτηκε ο κόσμος που βαλθήκαμε να ξεκάνουμε, μια εποχή τρόμου κι εγρήγορσης, ελευθεριότητας και αμηχανίας.

Μετά άναψε πράσινο και θυμήθηκα τον Άγγλο. Δεν θυμάμαι πώς τον έλεγαν, ήτανε μπουρδούκος και αντιαισθητικά κάτασπρος. Μόλις λίγο μεγαλύτερός μου, κυκλοφορούσε με μια πάρα πολύ σέξι Αμερικάνα στα σαράντα, αδιανόητη ηλικία για μένα τότε, και με την εξάχρονη κόρη της. Η Αμερικάνα είχε όνομα αντρικό τύπου Ντύλαν ή Τσάρλυ και είχε διατελέσει πι-έι (άγνωστη λέξη) του Ρόμπιν Γουίλιαμς. Όλη η παραλία στο οικογενειακό θέρετρο κουτσομπόλευε το αταίριαστο ζευγάρι με το χαριτωμένο παιδάκι, μα εγώ μίλαγα και αγγλικά οπότε μπορούσα να συνεννοούμαι μαζί τους.

Ο Τζέιμς ή Ντέιβ ή πώς τον έλεγαν ήταν από το Σάσσεξ ή από το Σάρρεϋ, κάπου εντελώς Home Counties φάση δηλαδή. Μου εκμυστηρεύτηκε πολύ κομψά ότι δεν είχε σχέσεις με τη σέξι σαραντάρα, η οποία μου άγγιζε το χέρι πάνω στην άμμο και όταν το τράβαγα μού έλεγε να μην σκιάζομαι, αφού απλώς το χέρι μου έπιασε. Στην πραγματικότητα, ο Άγγλος που ήτανε σαν βιομηχανοποιημένο ψωμί σακούλας εγγλέζικο, ήταν ο μπέιμπι σίτερ της μικρής, της κορούλας της Αμερικάνας. Ήταν επίσης decoy (κι άλλη άγνωστη λέξη): παρίστανε δηλαδή και τον γκόμενο-συνοδό της Ντύλαν ή Μπομπ, ή πώς την έλεγαν, για να καλύπτει τη σχέση που είχε εκείνη με έναν ντόπιο, γέννημα-θρέμμα του θερέτρου. Γιατί χρειάζεται decoy, είναι παντρεμένος ο ντόπιος; (Βαγγέλη ή Τάσο ή Κώστα τον έλεγαν; δεν θυμάμαι). Όχι, but his mum does not approve of the American tart, as she calls her. Ο Άγγλος έβαλε το tart στο στόμα της ντόπιας μανούλας του καμακιού. Πώς όμως; Μέσω της αμερικάνας; Αυτή ήτανε του γυμναστηρίου, έκανε κάμψεις στην παραλία α λα καλιφορνέζ, είχε μαλλί κοντό Billy Idol αργασμένο από πυρηνικές βαφές,. Συνεπώς bitch ή slut θα έλεγε πώς αποκαλούν τον εαυτό της, έστω και σε μετάφραση από τα ελληνικά. Μπερδεμένα πράγματα.

Πιο μπερδεμένα ήταν ωστόσο τα υπόλοιπα: η Τσάρλυ ή Ντύλαν έφυγε από την Αμερική με την κόρη της για το γνωστό αμερικάνικο προσκύνημα στην Ευρώπη μετά από διαζύγιο με έναν malakas. Πρώτος σταθμός Αγγλία, όπου γνώρισε τον Ντέιβ ή Ίαν (τον Άγγλο λουκουμά) και τον πλήρωσε να έρθει μαζί της. Στη σάνυ Γκρης γνώρισε, στο οικογενειακό θέρετρο, τον Μπάμπη ή Τάσο -- κι εκεί κλήθηκε ο Άγγλος να κάνει και τον decoy. Ήδη ταξίδευαν μήνες. "Α, προσελήφθην ως μπέιμπι σίττερ αρχικά", διευκρίνισε ο Άγγλος. Άλλες ερωτήσεις δεν έκανα. Δεν χρειαζόταν και δεν το συνηθίζω. Εγώ τότε ημουν ξετρελαμένος με μια Χριστίνα, την οποία είχα δει μόλις μια φορά και μου είχε δώσει το τηλέφωνό της και όποτε την έπαιρνα το σήκωνε ο μπαμπάς της, και η οποία με τάισε συνοπτική χυλόπιτα τελικώς, την τελευταία που έφαγα ποτέ. Αυτά το 1991, τη χρονιά που ξαναγεννήθηκε η Αγία Ρωσία.

Πάντως ο Τζων ή Ντέιβ, ο Άγγλος, άκουγε κι αυτός Σάρλατανς. Και ο Σπύρος ή Κώστας, της Αμερικάνας, ήρθε στην παραλία μια μέρα με κάτι κολλητούς και δεν χάρηκε που με γνώρισε. Και με τον Τζών ή Ντέιβ συζητάγαμε για ίντι γκρουπάκια (μπάντες ήτανε μόνο του δήμου και του στρατού τότε), δυστυχώς του άρεσαν οι Inspiral Carpets.

Τράβηξα χειρόφρενο και έβγαλα το κλειδί.

GatheRate

Πέμπτη 17 Δεκεμβρίου 2015

Λάσπη ή σκόνη;

Το δίλημμα είναι "λάσπη ή σκόνη;" Γιατί καθαρή δεν τη βγαζεις, όποιος κι αν είσαι, όπου και να ζεις. Μπορεί να έχεις λίγη λάσπη ή λίγη σκόνη. Μπορεί και να έχεις και τα δύο αναλόγως με την εποχή, αν είσαι άτυχος. Αλλά από τη σκόνη και τη λάσπη δεν γλυτώνεις.

Με άλλα λόγια, πρέπει να διαλέξεις τι προτιμάς: να μουλιάζεις και να τα πατάς τα σκατά και να λερώνεις τα ωραία σου παπούτσια; ή να τα εισπνέεις τα σκατά και να μπουχτίζεις τα ωραία σου πνευμόνια;

Μούχλα και μετέωρο ψιλόβροχο ή ξεραΐλα κι απροσμάχητο λιοπύρι;

Μισώ βαθιά τη σκόνη. Εγώ είμαι με τη λάσπη, με τη βροχή, έστω και με τη μούχλα. Καλύτερα να μουλιάζω παρά να αποξηραίνομαι.

Η εικονογράφηση από έργο της Apollonia Saintclair.


GatheRate

Σάββατο 12 Δεκεμβρίου 2015

Γυναίκες

Με ξετρελαίνει, μ' αρέσει πώς μας ποθούν οι γυναίκες: ήσυχα, έξυπνα, μονολεκτικά. Με λεπτότητα και ακρίβεια: μας βουτάνε από τον σβέρκο, ή από αλλού, την καίρια στιγμή και μόνο. Χωρίς σάχλες, χωρίς παπάντζες, δίχως κουβέντες μεγάλες, δίχως προκαταβολικές αγάπες και παντοτινότητες. Οι γυναίκες κρατούν το ουσιώδες, είτε βογκητό είτε ιμερικά λόγια, για την ώρα του οργασμού τους. Και μετά πράττουν αναλόγως. Οι γυναίκες πράττουν· εμάς η τρυφηλή εξουσία και τα αόρατα προνόμια 5 χιλιετιών πατριαρχίας μάς έχουνε κάνει καραγκιοζάκια της εξαγγελίας, της αυτοπροβολής και των μεγάλων λόγων. Μπλαμπλαμπλά και πούτσα.

Ποτέ δεν πρέπει να κάνεις μια γυναίκα να χάνει τον χρόνο της. Για κανέναν λόγο. Ο χρόνος των γυναικών είναι πολύτιμος και μετρημένος. Αντιλαμβάνομαι ότι οι σεξιστές αμέσως θα χαμογελάσουν σαρκαστικά, θα πέσουν και αστειάκια με τα "σε 5 λεπτά είμαι έτοιμη". Όμως όσοι άντρες στερεοτυπικά χασομεράμε με τσόντες και μπάλα είμαστε οι τελευταίοι που θα έπρεπε να τολμάμε να αμφισβητούμε τη σπουδαιότητα του χρόνου των γυναικών. Οι γυναίκες ξέρουν και το πότε, ξέρουνε και το για πόσο -- ενώ εμείς πάλι καθόμαστε και βαυκαλιζόμαστε: πάμε, ερχόμαστε, διστάζουμε, τσαμπουκαλευόμαστε, χασομεράμε, επιστρέφουμε και τελικά χανόμαστε. Γιατί είναι τόσο ικανές με τον χρόνο; Δεν ξέρω. Οι γυναίκες ξέρουν γιατί ξέρουν· κάτι εικασίες που συνδέουν την αίσθηση του χρόνου που έχουν με τον μηνιαίο κύκλο τους και με το ελαστικό όριο της εμμηνόπαυσης είναι μάλλον το πώς τα εξηγούνε σ' εμάς, μπας και καταλάβουμε: με όρους κυνηγιού και ματς.

Οι γυναίκες ξέρουν αλλά κάνουνε πως δεν καταλαβαίνουν. Οι άντρες θα σπεύσουμε συνήθως να δείξουμε πόσα καταλαβαίνουμε για τον κόσμο. Όσοι από εμάς είναι αισθαντικάριοι θα επιμείνουν και στο πόσο βαθιά και πλήρως τις καταλαβαίνουμε τις ίδιες τις γυναίκες, έστω κι όταν απλώς ιχνηλατούμε τη σκιά του εαυτού μας που προβάλλεται πάνω τους. Μετά από πέντε χιλιετίες υπό, οι γυναίκες έχουνε μάθει να κρύβουν όσα πρέπει σε λαγούμια και αβύσσους -- σύμβολα και τα δύο του αρσενικού άγχους για τον κόλπο, που είναι η μόνη πραγματική μας Ωγυγία και Αιαία. Επίσης έχουνε μάθει να κρύβουνε  σε δημόσια θέα όσα τις κάνουν ευάλωτες, ποντάροντας στην παροιμιώδη αντρική στραβομάρα. Το μυστικό είναι να τις ακούς, που είναι και το πιο δύσκολο.

Οι άντρες προστατεύουμε τον δικό μας χώρο με σύνορα, πακτώνουμε ψυχολογικά και χρονικά ορόσημα, κάτι nec plus ultra όλο φιγούρα και φαλλό. Είμαστε προνομιούχοι: μεγαλωμένοι φεουδάρχες, ορίζουμε τον κλήρο μας και τον διαφεντεύουμε. Οι γυναίκες προστατεύουν τον δικό τους χώρο κουβαλώντας τον εντός τους και αποτυπώνοντάς τον πάνω τους, γι' αυτό και είναι αναπαλλοτρίωτος, εάν βεβαίως δεν τις σπάσεις και δεν τις υποτάξεις και δεν τους μάθεις να μισούν τη φύση τους. Το οποίο και συχνά συμβαίνει.

Η φωτογραφία είναι του Bernard Boujot.

GatheRate

Τρίτη 8 Δεκεμβρίου 2015

Ερωτολογίες

Πάμε σιγά σιγά. Ο κόσμος δεν θέλει πια να διαβάζει, σίγουρα δεν θέλει να διαβάζει πολλά. Ο κόσμος δεν θέλει να σκέφτεται, έχει απωλέσει ακόμα και τη χαρά της κουβέντας του καφενέ.


Διάβασα πρόσφατα το παραπάνω παράθεμα από συνέντευξη του Χ. Παπακαλιάτη. Είναι κοινός τόπος αυτό που λέει, είναι μια ιδέα σε κυκλοφορία τουλάχιστον από την εποχή του "οι κυβερνήσεις πέφτουνε μα η αγάπη μένει". Νομίζω όμως ότι είναι πολλαπλά άστοχο το παράθεμα στο οποίο "επιμένει ο δημιουργός": Βεβαίως και ο έρωτας μπορεί να βρεθεί πέραν της πολιτικής, όπως άλλωστε και η τέχνη. Ο έρωτας όπως και η τέχνη, και η υψηλή, που μετακινεί, και η χθαμαλή, που παρηγορεί, αποτελούν παραμυθία, παραμυθία υγιέστερη από τον τρόμο και την έκσταση που τροφοδοτούν τις θρησκείες.

Ο έρωτας είναι όντως και παρηγοριά, ιδίως όταν η πολιτική λανθάνει ή αποτυγχάνει. Αλλά δεν είναι υπερπολιτικός, δεν ξεπερνάει το πολιτικό. Μπορεί μεν να μην ταυτίζονται τα δύο τελικά, ο έρωτας και η πολιτική, όμως συνυπάρχουν χωρίς να αλληλοσυμπληρώνονται και χωρίς να αλληλοεξουδετερώνονται: δύο δυνάμεις που πράγματι απορούν και δυσπιστούν και επαναδιαπραγματεύονται ιδεολογίες και ταυτότητες. Ιδίως όταν βρεθούν στην αγκαλιά της τέχνης, υψηλής ή χθαμαλής.


Παράλληλα, η εξιδανίκευση αλλά και το glamorisation του σεξ είναι μάλλον εξίσου πλανεμένα και στρεβλά με την απαξίωση και την περιφρόνησή του. Είναι χαρακτηριστικό πώς οι εξιδανικευτές και ωραιοποιητές του σεξ το παρουσιάζουν σαν μια δραστηριότητα όπου ο ιδρώτας γυαλίζει σαν μπέιμπι όιλ, το σάλιο απουσιάζει, όλα τα υπόλοιπα υγρά απλώς εξυπακούονται, ενώ τα σώματα είναι κουρδισμένα και σε λειτουργία σαν μηχανισμός ρολογιού, με τα γεννητικά όργανα να παραμένουν χρήσιμοι κι ακριβείς κομπάρσοι. Το σεξ εικονογραφείται σαν υπέροχος χορός, σαν κάτι εικαστικά πανέμορφο και ανεξαιρέτως, ίσως κι ατρέπτως, πνευματικό.

Παιδαγωγικά, κάτι τέτοιο είναι εξίσου βλαβερό με την απαξίωση και τη δαιμονοποίηση του σεξ. Αισθητικά αποτελεί παραμόρφωση κι ευτελισμό του, αφού το εξισώνει με γυμνικό περίπατο τροχάδην υπό ψιλή βροχή.

Μεταξύ του "φυσική ανάγκη, προς πλησμονή και κένωση" και του σεξ ως μυστικής εμπειρίας κάπου θα έχει παραπέσει αυτό που είναι, δηλαδή το εργαλείο που φτιάχνει ανθρώπους και που μας κάνει ανθρώπους, μαζί με τη γλώσσα. Και όταν λέω "ανθρώπους", εννοώ ανθρώπους, όχι Ανθρώπους.


Και ο έρωτας τι είναι; Τι κάνει; Δεν ξέρω, δύσκολα είναι αυτά τα θέματα, γελοιοποιούν τις εξιδανικεύσεις αλλά δεν χωρούν και αναγωγισμούς.

Η δεύτερη φωτογραφία είναι της Irella Konof.

GatheRate

Σάββατο 28 Νοεμβρίου 2015

Ο Πανάγιος Τάφος


Μέσα στον Πανάγιο Τάφο δεν έχει χώρο·
είναι στενά.
Είναι σκοτεινά και μυρίζει όμορφα,
το σκοτάδι καταυγάζεται από σκοτεινή ενέργεια
κι ένα ωραίο μαύρο φως ακτινοβολεί
από προσευχές, ευχές κι ελπίδες
όπως εκείνη η υψικάμινος
στην ισπανική στέππα
που τη θερμαίνουν χιλιάδες κάτοπτρα
που κοιτάζουνε κατάματα τον βάρβαρο
τον ήλιο του θανάτου
την κυκλοδίωκτη
κεφαλή της Μέδουσας
που γδέρνει τον ουρανό
κάθε μέρα
ακαταπαύστως.
Όμως μέσα στον Πανάγιο Τάφο δεν έχει χώρο·
είναι σκοτεινά.

Έξω από τον Πανάγιο Τάφο
έχει μια πόλη άγρια
χωρίς πόρνες και πέτρες λαξεμένες
αλλά
με παπάδες
με ραββίνους
με ιμάμηδες
και ιεροσπουδαστές
και καλόγριες
και μαντηλοφορούσες χριστιανές
μαντηλοφορούσες εβραίες
μαντηλοφορούσες μουσουλμάνες·
κυκλοφορούσες στους λόφους
και έβλεπες άλλους λόφους:
τη Σιών
με όλο τάφους χριστιανών
να δούνε πρώτοι τη Δευτέρα Παρουσία
το μεγάλο θέαμα του Θεού,
το Όρος των Ελαιών
χωρίς λιόδεντρα
με όλο τάφους Εβραίων
πρώτους να τους σηκώσει ο Μεσσίας
συναρμολογώντας τα ξερά τα καύκαλά τους
κατά Ιεζεκιήλ.

Καθόσουν σε μια πλατεία
και ήταν η αρχή του Σαββάτου
και περπάταγαν κάτι κορίτσια
και καθόντουσαν δίπλα σου
κάτι αγάλματα
και έλεγες:

Έχω διαβεί τα στενά της Σαλαμίνας
έχω διαβεί στα στήθια της ανάμεσα.

Έχω γλείψει αλάτι από το χέρι μου, σάλιο της θάλασσας πάνω μου
έχω γλείψει και του μουνιού τ' αλάτι.

Έχω σνιφάρει χαρτί μοσχομυριστό βιβλίων
και ιδρώτα που βαριά ερωτεύτηκα.

Έχω σταθεί στον Ταΰγετο κοιτάζοντας πέρα προς το αδιανόητο μέλλον
Έχω μουγκρίσει χύνοντας σαν βόδι και σαν τραγωδός
Έχω μιλήσει σε ανθρώπους και τους έχω ακούσει
Έχω γευτεί ζουμί της σφενταμιάς και μύδια της Καλύμνου
Έχω αγγίξει το μέσα του νου, την επιφάνεια των πυγών

Έχω περπατήσει σε ξεχασμένα λιθόστρωτα και σε υπερεκτιμημένους δρόμους.
Κάποτε βρέθηκα με φίλους, κάποτε με δασκάλους.
Με είπανε ραββί και με είπανε πατέρα και νυμφίο.
Με λέει "αγάπη μου".

Αλλά ο Πανάγιος Τάφος είναι το θέμα.
Μέσα του έχει ναούς, πάνω του έχει ναούς.
Μέγα κέλυφος γεμάτο μπουρμπουλήθρες σεπτές.
Πιο πέρα ήταν ένας Ναός
όπου άγγελοι τραγούδησαν μονότονα
ρυθμούς χορευτικούς και μιλιταίρ
πάνω σε μια κιβωτό με χερούλια.
Μετά τον γκρέμισαν τον Ναό.
Μετά γκρέμισαν μια γειτονιά
δίπλα στον Ναό
για να φαίνεται το ερείπιο,
όλο χαρτάκια στους αρμούς των αλάξευτων λίθων του,
για να λάμπει ο τρούλος του χρυσού πίσω του
που κοιτάζει κατάματα τον βάρβαρο
τον έναν ήλιο του ενός Θεού
την κυκλοδίωκτη
κεφαλή της Μέδουσας
που καίει τον ουρανό
κάθε μέρα
ακαταπαύστως.

Κι εγώ είπα,
απλοϊκά και κουτοπόνηρα:

Δικός σας ο ήλιος ο ένας,
δικοί σας οι λόφοι,
δικοί σας οι θόλοι
και η αλήθεια
και ο λόγος
και ο νόμος.
Δική σας κι η Ιερουσαλήμ.
Εγώ κρατάω το μέσα
του Παναγίου Τάφου
και τον υπόλοιπο τον κόσμο
με τα σώματα
με τα δάση
με τα βιβλία
με τις χαρές
με τις χάρες
με ό,τι τρυγήσουμε
περνώντας βιαστικά
από πόνο σε πόνο.

GatheRate

Πέμπτη 26 Νοεμβρίου 2015

Eyvallah hacı baba


Πριν από λίγες μέρες, ο ολντμπόι έγραφε στο facebook περίπου τα εξής: ότι όσοι αισθάνονται πρώτα Ευρωπαίοι και μετά Έλληνες έχουνε κατασκευάσει αυτή την ταυτότητά τους· απεναντίας, όσοι απλοειδώς και μονοσήμαντα νώθουν Έλληνες την έχουν διαμορφώσει φυσικά κι αβίαστα την ταυτότητά τους

Το πρόχειρο αντιπαράδειγμά μου είναι οι Κρητικοί που αισθάνονται πρώτα Κρητικοί και μετά Έλληνες -- ή και τανάπαλιν. Ένα λιγότερο πρόχειρο παράδειγμα είναι οι Σκωτσέζοι, αυτοί που ψήφισαν να παραμείνουν στο Ηνωμένο Βασίλειο. Θυμήθηκα Ολλανδούς και Βέλγους που αισθάνονται πρώτα Ευρωπαίοι και μετά κάτι άλλο (στην περίπτωση των Βέλγων it's complicated, που λέμε και για τις σχέσεις).

Επειδή ζούμε σε χώρα που με ζήλο κι επιμέλεια επιτυχώς εξαφάνισε διαλέκτους και μειονότητες, και με το καλό και με το άγριο, και με την εκπαίδευση και με πειράματα ή ατυχήματα εθνοκάθαρσης, δεν σημαίνει ότι τα ελληνικά προϊόντα ζούμε σε Κάπα-Σίγμα. Η φυσιολογική κατάσταση του ανθρώπου (ναι, όπως το λέω: η φυσιολογική κατάσταση του ανθρώπου) είναι να χαρακτηρίζεται από πολλαπλές ταυτότητες. Και δεν είναι απαραίτητο να διαχειριζόμαστε κάθε μας ταυτότητα σαν να είναι εθνική, εθνοτική, θρησκευτική κτλ. Ταυτότητα διαμορφώνει και ο Στράτος Διονυσίου, και δεν πρόκειται για ευτελή ταυτότητα, ταυτότητα διαμορφώνει και ο Βοσκόπουλος, η τζαζ, ο Νταλάρας, το κλαρίνα ή ο Καρράς. Ο Γαύρος, ο ΠΑΟΚ, ο Άρης είναι πιο ισχυρές ταυτότητες, πιο καταλυτικές και σίγουρα πιο καθαριστικές από κάθε ασυνάρτητο τοπικισμό ή από κάποιους αφηρημένους τοπικισμούς. Οπωσδήποτε ισχυρότερες από σχηματικές άνευ περιεχομένου πολιτικές τοποθετήσεις τύπου "κεντρώος" ή "αριστερός".

Άκομα ένα αντιπαράδειγμα, ο παππούς μου. Έφυγε από την Πόλη στα 13, την ξαναείδε στα 70 του. Περιφρονούσε τους Τούρκους και μίλαγε ωραιότατα τούρκικα παλαιάς κοπής: κάθε Κυριακή που ερχότανε σπίτι στην ερώτηση τι κάνει απαντούσε Eyvallah hacı baba! ή, αν ήταν απλώς καλοδιάθετος, maşallah. Αποκαρδιωμένος κομμουνιστής και εκ πεποιθήσεως ΑΕΚ. Καλοφαγάς και υιοθετημένος Γκυζιώτης.

Οι ταυτότητές μας δεν είναι ούτε (μόνο) βιολογία, ούτε ανεξίτηλες. Μπορεί να είναι το στέκι και το νησί μας, οι Ramones και η Σχολή μας, η γυναίκα που δεν θα φύγει και οι άντρες που πέρασαν. Οι ταυτότητές μας διαμορφώνονται από το πού νιώθουμε να ανήκουμε, από το τι μας υποστασιάζει και από ό,τι μας δίνει χαρά.

[Ο Λώρενς Ολίβιε διαβάζει το 'Με τον  τρόπο του ΓΣ' στην ταινία Η δοκιμή / The rehearsal του Ντασέν (1974).]

GatheRate

Τετάρτη 25 Νοεμβρίου 2015

Μια χαρισμένη ιστορία

Περιμένω βδομάδες να γράψει ο Γιάννης Αντάμης μια ιστορία που μου είπε όταν βρεθήκαμε για ποτά, και που μου άρεσε πολύ. Σήμερα τον ρώτησα πότε επιτέλους θα τη γράψει και με πληροφόρησε ότι μου τη χαρίζει, για να την πω με τον τρόπο μου. Οπότε, θα σας πω μια χαρισμένη ιστορία, την οποία δεν καλοθυμάμαι πια. Επίσης, δυστυχώς δεν είμαι καλός παραμυθάς.

Είναι λοιπόν μια παρέα στο τραίνο. Έχουνε πιάσει ένα κουπέ. Πρόκειται για αντροπαρέα που κινείται στην παρατημένη αλλά πανέμορφη γραμμή Θεσσαλονίκη-Αλεξανδρούπολη-Ορμένιο, ξέρετε, αυτή που σαν τοπικό ΚΤΕΛ ανεβαίνει και κατεβαίνει και στροφογυρίζει, πότε για να βολευτεί με ποτάμια και στενά, πότε για να καλύψει όλες τις πόλεις της φέτας Ελλάδας μεταξύ Αιγαίου και Βαλκανίων.

Η αντροπαρέα είτε πηγαίνει στη Θεσσαλονίκη είτε φεύγει από τη Θεσσαλονίκη. Ας πούμε ότι πηγαίνει στη Θεσσαλονίκη. Σε έναν σταθμό μπαίνει μια κοπέλα. Δεν ξέρω σε ποιον σταθμό, δηλαδή δεν θυμάμαι. Η κοπέλα έρχεται από Μπάνσκο. Άρα μάλλον καταλάβατε σε ποιον σταθμό ανέβηκε στο τραίνο. Εγώ όχι, δεν είμαι από εκείνα τα μέρη, μόνο μια μακροθειά έχω στας Σέρρας.

Η κοπέλα ήταν ωραία, μάλλον γκομενάρα, αν κατάλαβα καλά, και μάλλον μικροκαμωμένη (ας πούμε ότι τη φαντάζομαι μικροκαμωμένη) και οπωσδήποτε Βουλγάρα. Αυτό το κατάλαβαν στην αντροπαρέα με τη μία, δεν ξέρω πώς. Εγώ όταν πρωτογνώρισα Βουλγάρες, το '95, μου είχε κάνει εντύπωση το αλλοπρόσαλλο ντύσιμό τους. Αλλά μάλλον δεν ήταν αυτό το διακριτικό γνώρισμα στην περίπτωση της χαρισμένης ιστορίας μας, η οποία άντε να είναι προπέρσινη.

Το τραίνο ξεκινάει και η αντροπαρέα κοιτάει την κοπέλα. Και η κοπέλα κοιτάει την αντροπαρέα. Ε, κάποιος της πιάνει την κουβέντα. Από τις κουβέντες που εγώ δεν μπορώ με τίποτα να κάνω ο έρμος:

"Από Βουλγαρία είσαι;"
"Ναι. Δουλεύω στο Μπάνσκο."

Η κοπέλα μιλάει τέλεια ελληνικά. Αυτό, όσο να 'ναι, ενθαρρύνει τους κάποια μέλη της αντροπαρέας. Τη ρωτάει ένα από αυτά:

"Α, ωραία. Τι δουλειά κάνεις;"
"Είμαι πουτάνα."

Όπως ορθώς επισημαίνει ο Αντάμης, αν έλεγε "δουλεύω σε μπαρ", "κάνω κονσομασιόν", "χορεύω σε καμπαρέ" ή κάτι τέτοιο, θα μπορούσε να συνεχιστεί η κουβέντα με κάποια προσχήματα. Ξέρετε, όπως όταν ρωτάει κανα πιτσιρίκι τι δουλειά κάνει αυτή η κυρία και λες "κάνει παρέα σε άντρες". Θα μπορούσαν να της ζητήσουν να πει καμμιά ιστορία, να συζητήσει λίγο το τι κόσμος πάει στο μαγαζί, να πει κανα ευτράπελο -- τέτοια. Αλλά το "είμαι πουτάνα", και κατακαημένο μισογύνικο ελληναράκι να μην είσαι, ε, δυσκολεύει πολύ τη συζήτηση. Ωστόσο, απ' ό,τι φαίνεται, η αντροπαρέα είχε μέλη με τσαγανό. Ρωτάει λοιπόν ένας από αυτούς:

"Σου αρέσει η δουλειά σου;"

Η κοπέλα τον κοίταξε και πάρα πολύ νηφάλια είπε χαμηλόφωνα:

"Είσαι μαλάκας, ε;"

Σιωπή μέχρι τη Σαλονίκη.

GatheRate

Γεωπολιτική σκλήρυνση


Ήδη από το Κυπριακό στην Ελλάδα έχουμε μάθει να βλέπουμε τον πόλεμο, την τρομοκρατία και την προσφυγιά με όρους γεωπολιτικής. Ενδεχομένως αυτή η ματιά να μας βοήθησε να αντιληφθούμε το '74 όχι ως μια πραγματική και αμετάκλητη καταστροφή, και μιλάω με όρους ανθρώπινους βεβαίως, αλλά ως 2-3 κινήσεις σε μια παρτίδα σκάκι που ξεκίνησε το 1957.

Κατόπιν, με τις χορογραφημένες υπερπτήσεις πάνω από το Αιγαίο και με τις φρεγάτες και τα ωκεανογραφικά να αρμενίζουνε, με τα μυθικά ισλαμικά τόξα και με την πτώση του παραπετάσματος η γεωπολιτική αντίληψη γνώρισε νέες δόξες: η εξωτερική πολιτική της χώρας και οι διεθνείς σχέσεις δεν γίνονταν πια αντιληπτές με όρους οικογενειακούς, δηλαδή με όρους του ποιοι είναι οι "φίλοι", οι "εχθροί" και τα αδέρφια μας -- με εξαίρεση τους νεοφανείς αδερφούς Σέρβους. Η εξωτερική πολιτική γινόταν πια αντιληπτή με όρους τζόγου (με το σκάκι δεν καταγινόμαστε πολύ εν Ελλάδι). Ο θάνατος ανθρώπων στα Ίμια απλώς μάς εξίταρε περισσότερο, όπως η χασούρα κι ο κουβάς αφηνιάζουν τον τζογαδόρο.

Συνέπεια αυτού του γεωπολιτισμού, σε συνδυασμό με τον οικονομισμό ως νοοτροπία και ως στάση ζωής, ως αξιολογικό μέτρο, είναι και η παρούσα σκλήρυνσή μας. Ως κοινή γνώμη αδυνατούμε να αντιληφθούμε τον πραγματικό πόνο και τον πραγματικότατο θάνατο πολύ πραγματικών ανθρώπων, των προσφύγων και όσων δεν μπορούν να φύγουν. Ζούμε στη φρεναπάτη ότι οι παρτίδες που παίζονται γύρω μας δεν μας αφορούν παρά ως θέαμα, ως μια σπάνια ευκαιρία να παρακολουθήσουμε τους παίκτες να παίζουνε τα χαρτιά τους -- ή να μπλοφάρουν -- επί σκηνής, όπως σε κάτι παιχνίδια πόκερ που προβάλλουνε κάτι κανάλια. Κάποιοι ονειροπαρμένοι ονειρεύονται την ήττα του ιμπεριαλισμού με αρχηγό τον αρχιμπεριαλιστή Πούτιν, τη νίκη της δημοκρατίας με ενέργειες όσων αφάνισαν κράτη ολόκληρα, άλλοι ότι κληρονομούμε επιτέλους μια αχανή πόλη στον Βόσπορο γεμάτη 11.000.000 Τούρκους, Κούρδους και Λαζούς.

Μας διαφεύγουν όσοι παίζονται και χάνονται, που δεν είναι μάρκες ή πενηντάευρα: είναι οι νεκροί στη Σρεμπρενίτσα, οι Σύριοι, οι Κούρδοι, οι εκατοντάδες χιλιάδες νεκροί του Ιράκ, οι κατακυνηγημένοι Τσετσένοι και Υεμενίτες, όσοι κρέμονται στα σύρματα της Θεούτας και της Μελίλιας, οι Λίβυοι, οι αμέτρητοι άνθρωποι που ζούσανε μια ζωή σαν τη δική μας και πια δεν ζουν. Δεν γίνεται να ζούμε δίπλα στη φωτιά και να θεωρούμε τη φωτιά ένα ενδιαφέρον χημικό φαινόμενο, δεν είμαστε ούτε Καναδοί, ούτε Ισλανδοί, ούτε καν πλουτοκράτες ασφαλείς μέσα σε θωρακισμένο θησαυροφυλάκιο: η φωτιά καπνίζει και ήδη μυρίζουμε όπως αυτή.

GatheRate

Σάββατο 21 Νοεμβρίου 2015

Τρεις οπτικές μετά τη συνθηκολόγηση


Σχολιάζω τρεις κατηγορίες αντιδράσεων για το όνειδος που λέγεται "κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ μετά τη συνθηκολόγηση της 12ης Ιουλίου".

Πρώτη αντίδραση: "Δεν περίμενα τίποτε"

Υπάρχει η σχολή του "δεν περίμενα τίποτε". Μερικοί από τα μέλη της δεν περίμεναν τίποτε γιατί ξέρουν ένα-ένα τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ και πόσο αλαφροκάνταρα είναι, σε αντίθεση π.χ. με τη σοβαρότητα που διακρίνει άλλους πολιτικούς και άλλους πολιτικούς χώρους, π.χ. τη ΝΔ ή το Ποτάμι.

Άλλοι δεν περίμεναν τίποτε γιατί είναι ακραιφνείς κουκουέδες και δεν περιμένουν τίποτε από κανέναν ποτέ και άλλωστε δεν έκαναν τίποτε για τον εργάτη από το 2010 διότι πρέπει να το περάσουμε κι αυτό το στάδιο, που λέει κι ο Δεληβοριάς.

Άλλοι δεν περίμεναν τίποτε από την αλλοπρόσαλλη και παλαβή Αριστερά, όμως τα προγνωστικά τους τα επιβεβαίωσε η ίδια η Αριστερά μόνον αφού σοβαρεύτηκε, νοικοκυρεύτηκε και μωράνθηκε το άλας της.

Τέλος, κάποιοι δεν περίμεναν τίποτα γιατί είναι θυμόσοφοι και μπλαζέ, κουκουέδες χωρίς την μαρξιστική εσχατολογία. Από αυτούς συμπαθώ εκείνους που, όντας θυμόσοφοι και μπλαζέ, απλώς κλείστηκαν στο κουκούλι προνομίων που κληρονόμησαν ατενίζοντας μαρκοαυρηλιανώς τη ζούγκλα όπου πεθαίνει και πεινάει η πλεμπάγια.

Περιφρονώ όμως όσους υπήρξαν ακριβοί στα πίτουρα -- κάνοντας σκοποβολή πάνω σε κάθε συριζαίικο πταίσμα, πλημμέλημα ή αμέλημα, έργω λόγω ή διανοία -- ενώ υπήρξανε φτηνοί στο στάρι: όσους εθελοτυφλούσαν και εθελοτυφλούν ενώπιον του υπερθεάματος γελοιότητας, μισανθρωπίας, ημιμάθειας και χυδαιότητας που αδιαλειπτως παίζουνε ΠΑΣΟΚ και ΝΔ από το '85 και μετά, συμμετέχοντας σε αυτή τη χλιδερή επιθεώρηση ως ταξιθέτες, κομπάρσοι, υποβολείς, φροντιστές σκηνής και σφουγγοκωλάριοι.

Δεύτερη αντίδραση: οι γονείς και η αυτοεκπληρούμενη προφητεία τους

"Η κοινωνία (ή "ο λαός") δεν ήταν άξια για τίποτε άλλο πέρα από τη διαδικασία ανάθεσης. Μόνο γι' αυτό ήταν άξια: όταν την απογοήτευσαν τα άλλα κόμματα, ανέδειξε τον ΣΥΡΙΖΑ για να κάνει τη δουλειά τους. Επανάσταση κι εξέγερση και ρήξη υπήρχε μέσα στο μυαλό ενός, π.χ., 3%."

Αυτή η αντίδραση διανθίζεται δεξιόθεν με διάφορα "δεν είμαστε λαός" και "τέτοιοι είμαστε", τα οποία καλούνται διάφοροι διανοούμενοι -- από αυτούς τους στοχαστάς που δεν χρησιμοποιούν βιβλιογραφία γιατί όλα τα ξέρουν από εφημερίδες, περιοδικά και συζητήσεις ή τα έχουν από μόνοι τους σκεφτεί. Οι εξ αριστερών αρκούνται να μπινελικώνουνε μικροαστούς και νοικοκυραίους -- και μέχρι εκεί πάνε.

Βεβαίως, όσοι μιλάνε για ανάξιο λαό φρόντισαν να τον βοηθήσουν ή να τον αφήσουν να συμπεριφερθεί έτσι: είτε προπαγανδίζοντας την αναξιότητά του και την αναγκαιότητα του νεοφιλελεύθερου πειράματος της χρεοκρατίας, είτε και περιφρονώντας βαθύτατα τον λαό, αφού η επάνασταση θα επισυνέβαινε χάριτι δεν-ξέρω-ποιου και μετά τη δημοσίευση της μπροσούρας τους.

Θυμίζουν όλοι τους κάτι γονείς που ευνουχίζουν και φορτώνουν ενοχή και δυσλειτουργίες τα βλαστάρια τους, που τα κακομαθαίνουν ή τα κακοποιούν, και μετά τα καταγγέλλουν που δεν βρίσκουνε ταίρι και που η ζωή τους είναι σκατά και που βολοδέρνουν κτλ. Πρώτα θέτουν μη ρεαλιστικές απαιτήσεις, μετά τις υπονομεύουν οι ίδιοι με τις πράξεις και τα λόγια τους, στο τέλος καταδικάζουν το ανάξιο τέκνο που δεν μπόρεσε να αντεπεξέρθει και να σταθεί αντάξιο.

Τρίτη αντίδραση: μα είναι και θεός που βλέπει από ψηλά

Διαβάζω αυτό:
Μετά την υπογραφή του 3ου μνημονίου, τις περαιτέρω περικοπές συντάξεων, την παραχώρηση αεροδρομίων, το καθ'εξακολούθησιν appropriation της Εκκλησίας και εθνοπατριωτικών συμβόλων, τις ουσιαστικά εν μία νυκτί αλλαγές στο μιντιακό σύστημα της χώρας, την χρήση ΠΝΠ και διαδικασιών του κατεπείγοντος - όλα χωρίς να ακουστεί κιχ, χωρίς να ανοίξει μύτη, χωρίς να σπάσει βιτρίνα και με πανηγυρική επανεκλογή - ελπίζω να είναι αντιληπτό το ότι το 90% των υποτίθεται ιδεολογικών συγκρούσεων της τελευταίας εξαετίας ήταν εκτός θέματος. Η όξυνση, η πόλωση και η αντίσταση δεν βασίζονταν σε ιδεολογικά θεμέλια και αρχές αλλά στην (απολύτως θεμιτή και βαθύτατα πολιτική) ανάγκη κατάκτησης της εξουσίας. Το ενοχικό σύνδρομο των μνημονιακών, της κεντροαριστεράς και της κεντροδεξιάς, ανέδειξε απλώς την δική τους απόλυτη πολιτική φτώχεια, κόπωση και έλλειψη πίστης στο τι κάνουν, γιατί υπάρχουν και τι θέλουν.
Εδώ έχουμε μια κατά πολύ πιο σοβαρή σύνθεση των δύο προηγούμενων αντιδράσεων: ο ΣΥΡΙΖΑ έσκουζε κι ανακάτευε τον κόσμο γιατί ήθελε την εξουσία. Την πήρε και όλα επέστρεψαν στην κανονικότητα: τα νήματα τα κινούσε εξαρχής ο ΣΥΡΙΖΑ.

Αυτή η αντιμετώπιση παραγνωρίζει την ανήκεστη (πλέον) συμφορά που έχει επιπέσει στους φτωχούς και τους φτωχότερους αυτού του τόπου μετά το 2010. Ο λόγος είναι ότι η αντιμετώπιση αυτή (και οι παρόμοιές της) γίνεται όχι μόνον από την ασφάλεια των προνομίων αλλά και από πολύ ψηλά, από ολύμπια ύψη. Από αυτό το ύψος μπορείς, αν θες, να βλέπεις μόνον πολιτικά παιχνίδια. Αυτή η αντιμετώπιση επίσης επιλέγει να αγνοήσει ακόμα και το ταξικό Σχίσμα που έφερε η κρίση, και το οποίο αποτύπωσε ανάγλυφα το Δημοψήφισμα, δηλαδή η πιο σημαντική Πράξη της Μνημονιοκρατίας μετά τα συλαλλητήρια του Φεβρουαρίου του '12. Σε πιο πρακτικά θέματα, λησμονεί ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έφερε την κρίση, δεν πρωταγωνιστούσε στην αντίσταση κατά της Μνημονιοκρατίας, ενώ μέχρι πρόσφατα δεν ήξερε καν πώς να επωφεληθεί κομματικά από αυτήν.

Γενικότερα, η οιονεί γεωπολιτικού χαρακτήρα στόχευση και η αντιμετώπιση της πολιτικής ως κλειστού παιχνιδιού εξουσίας παραγνωρίζει τα θύματα της κρίσης: τους άνεργους, τους αυτόχειρες, τους υπό έξωση (πλέον), τους φτωχούς και τους νεόπτωχους, του εξαθλιωμένους συνταξιούχους και τους αναίτια νεκρούς εκεί όπου στραγγαλίστηκε το κράτος πρόνοιας. Το έγκλημα συνεχίζεται. Το γιατί λούφαξε ο κόσμος πρέπει να αναζητηθεί, όμως να αναζητηθεί αλλού, άλλωστε το κρίσιμο 10% των ιδεολογικών συγκρούσεων της τελευταίας εξαετίας υπήρξε, υπάρχει και θα υπάρχει και είναι πολύ καίριο: είναι ζήτημα ζωής και θανάτου.

GatheRate

Παρασκευή 20 Νοεμβρίου 2015

Αγόρια και κορίτσια

Δεν ξέρω τι προσέχουν άλλοι όταν τον πρωτοβλέπουν. Εμένα μου έκανε εντύπωση το κεφάλι του. Είναι πραγματικά πολύ μεγάλο. Μόλις τον πρωτοείδα αναρωτήθηκα αν έβρισκε πηλήκιο να φοράει στον στρατό. Μετά συνειδητοποίησα ότι δεν ξέρω από νούμερα καπέλων, αλλά αυτός σίγουρα θα φόραγε δυο νούμερα πάνω από το μεγαλύτερο μέγεθος. Μάλλον οι άλλοι δεν προσέχουνε πόσο μεγάλο κεφάλι έχει γιατί έχει κι αυτά τα μακριά μαλλιά, ίσια και κορακί. Λίγο λαδωμένο το μαλλί. Γυαλίζει.

Ήρθε και μου έπιασε κουβέντα. Γραμμή. Κανονικά, ντουγρού κατά πάνω μου. Αν ήθελε να μου την πέσει και έκανε τον βαριεστημένο αδιάφορο που θέλει κουβέντα, παρίστανε τον βαριεστημένο αδιάφορο τέλεια. Κοίταγε διαρκώς αλλού έπαιζε με το πακέτο, προσήλωνε το βλέμμα στο κενό, έβγαζε τσιγάρο το ξανάβαζε μέσα. Έπινε τζιν σκέτο. Αυτό που σερβίρουμε για τζιν, δηλαδή, το νέφτι. Κατά κάποιον τρόπο με έκανε να νιώθω άνετα. Ήτανε και ήσυχα, νωρίς και ψόφια. Ήτανε μαζί με τρεις πιτσιρικάδες, τους άφησε σε ένα τραπέζι να κοιτάνε τις άμπαλες τις μικρές να κάνουν σώου, τους άφησε εκεί να πωρώνονται κι ήρθε και κάθησε στο μπαρ. Όπως είπα, γραμμή. Πού και πού έριχνε καμμιά ματιά προς το μέρος τους μέσα από τον καθρέφτη πίσω μου και κλεφτά στην πίστα, όταν άλλαζε το κορίτσι, να το τσεκάρει. Αλλά μού μίλαγε διαρκώς και με ειρμό, που λένε. Χωρίς να αφαιρείται. Και άκουγε και τι έλεγα. Αυτό δεν μου είχε ξανασυμβεί: συνήθως οι άντρες που είναι κωλοπετσωμένοι πέφτουλες κάνουνε πως σε ακούνε κοιτώντας σε βαθιά στα μάτια, σκέφτονται τα μύρια όσα στο μεταξύ, περιμένουνε να τελειώσεις τι λες για να σου πούνε τα δικά τους τ' άσχετα. Οι υπόλοιποι, εννοείται, δεν ακούνε καθόλου τι λες, δεν υποκρίνονται καν.

Το μαγαζί είναι καλό, είναι κλασάτο χωρίς να σου πιάνουν τον κώλο (λογοπαίγνιο, χαχά). Τέλος πάντων. Αυτός έφερε τους πιτσιρικάδες, εδώ από δίπλα του Παντείου φαινόντουσαν, θεωρητικά μέσα στο βίτσιο και τα ψαγμένα, πρακτικά με συμμαθήτριες ή με τίποτε συμφοιτήτριες που δεν γουστάρουνε πιο μεγάλους. Τους παράτησε σχεδόν χωρίς να τους μιλήσει κι ήρθε στο μπαρ. Μου έλεγε πόσο μαλάκες είναι οι άντρες στην αρχή. Χαμογέλασα αλλά είπα από μέσα μου "ωχ". Χαρακτηριστική παπαριά κι αυτή, ατάκα ταρίφα που θέλει να καλοπιάσει το γκομενάκι όσο κρατάει η κούρσα. Μετά συνήθως πάει στο πόσο σωστός είναι ο ίδιος. Ή, χειρότερα, στο πόσο μαλάκες είναι οι άντρες γιατί πιάνονται κορόιδα από τις γυναίκες που, χωρίς παρεξήγηση κοπελιά, οι πιο πολλές είστε πουτάνες. Αυτός βέβαια, ο κεφάλας, μου έλεγε πως οι άντρες νομίζουν ότι τους ανήκει ο κόσμος κι ότι οι γυναίκες είναι για το κέφι τους και για ντολμαδάκια. Μετά έπιασε να μου λέει για τους αδερφούς Καραμάζαφ -- και τον κοίταξα καλά καλά, ναι: Καραμάζαφ. Όχι 'Καραμαζόφ'. Μου έλεγε για τον Αλιόσα, τον Ιβάν και τον Μίτκα. Εγώ τους είχα διαβάσει πριν μπω στο Πανεπιστήμιο, τους διάβαζα με διαλείμματα, για ξεκούραση. Ήμουν ερωτευμένη με την Κάτια Ιβάνοβνα και με τον Ιβάν Καραμάζοφ, αλλά ήξερα ότι είμαι η Γκρούσενκα -- δηλαδή έτσι νόμιζα όταν ήμουν κι εγώ 17-18 χρονών. Μου έλεγε για τον στάρετς Ζωσιμά και ότι ο πραγματικός ήρωας είναι ο Σβιντριγκάιλοφ. "Ο Σμερντιάκοφ", τον διόρθωσα. "Ναι, αυτός."

Ανάθεμα κι αν έχει μπει τέτοιος πελάτης εδώ μέσα εδώ και εφτά χρόνια. Δεν εννοώ σαν τύπος ή σαν φάτσα αλλά σαν αύρα, ρε παιδί μου. Έμοιαζε να αισθάνεται άνετα αλλά εκτός τόπου. Κάποια στιγμή, οι πιτσιρικάδες, που παρέμεναν οι μόνοι πελάτες στο μαγαζί, παρήγγειλαν σπέσιαλ. Ο κεφάλας γύρισε, τους κοίταξε όχι για πολλή ώρα, ξαναγύρισε προς τον καθρέφτη χωρίς να τους αφήσει από τα μάτια του, τα είδωλά τους δηλαδή. Μετά με κοίταξε στα μάτια. "Πώς είναι εδώ;", ρώτησε.

Είχε μάτια μικρά, γουρουνίσια σχεδόν, αλλά έλαμπαν. Δεν ήμουν καθόλου σίγουρη ότι έφταιγε το δεύτερο τζιν που του είχα σερβίρει. Δεν ήξερα τι να του πω. Άσε που ξαφνικά εμφανίστηκε κι εκείνη η Μπάμπα Γιάγκα, η Λαρίσα, και ζήτησε μια κοκακόλα. Τα 7-8 δευτερόλεπτα που μου πήρε να την βγάλω από το ψυγείο και να της την ανοίξω αυτή μας κοίταγε, μας σκάναρε. Οι πιτσιρικάδες πίσω από την πλάτη του την είχανε καταβρεί, η Μάρτα κάνει πάντα καλή δουλειά με τα καημένα, και είναι κι έξυπνη και με πτυχίο.

"Δουλειά είναι. Είναι καλύτερη δουλειά από πολλές χειρότερες. Είμαι ανεξάρτητη. Δεν χρειάζεται να μπαίνω σε ξένα σπίτια και να μου πιάνουνε την κουβέντα νοικοκυρές ή να μου κάνουν το αφεντικό. Έχω την ησυχία μου, εδώ πίσω από την μπάρα, την ασφάλισή μου. Βλέπω και μαθαίνω -- σε ποια δουλειά μπορεί να πάει μια γυναίκα και να συνεχίσει να βλέπει και να μαθαίνει μετά τα 30;"

Με κοίταγε σαν να με άκουγε. "Δεν είσαι Ρωσίδα", μου είπε. "Σωστά, δεν είμαι. Αλλά τώρα πια δεν είμαι από πουθενά. Κι αυτό σίγουρα δεν το καταλαβαίνεις." Μετά με κοίταξε σχεδόν σαν να ντράπηκε, τα μάτια του γούρλωσαν κάπως. Θεοσκότεινα έμοιαζαν αλλά έλαμπαν ακόμα. Με ρώτησε αν έχω παιδιά. Για κάποιον λόγο του είπα την αλήθεια, παραδέχτηκα ότι έχω δύο. Δεν είπε τίποτε άλλο σχετικά και έφερε τη συζήτηση στη δική του δουλειά. Ξαφνικά ένιωσα πολύ άβολα: ήμασταν σαν τα αντρόγυνα που κουβεντιάζουν στο κρεβάτι λίγο πριν αποκοιμηθούν, ή μπροστά την τηλεόραση μισονυσταγμένα. Στο μεταξύ είχανε σκάσει 4-5 πελάτες ακόμα, παλιοί και γνωστοί, και υπήρξε η σχετική κινητοποίηση ενώ ο βλάκας ο ντιτζέι έπαιζε πολύ δυνατά τη μουσική, μας βλέπω κατά τις 11 να βουίζουνε τα αυτιά μας έτσι όπως το πάει. Δεν πολυάκουγα τι έλεγε ο κεφάλας, αλλά είχα αυτή την αίσθηση, ότι μιλάω με έναν άντρα στο μπανάλ καθιστικό μας μετά από 30 χρόνια γάμου. Ενώ ο βλάκας ο ντιτζέι είχε βάλει στη Βανέσσα το What do you want from me να το χορέψει. Αν είναι δυνατόν. Σε τι διάολο μαγαζί δούλευε ντιτζέι ο Σίμος πριν τον κουβαλήσει εδώ ο Κιούρτσογλου, ιδέα δεν έχω. Πάντως τον κεφάλα δεν τον άκουγα καθόλου.

Μετά βγήκε η Σάλλυ. Αυτή είναι η ντίβα. Εντάξει, είναι πάρα πολύ ωραίο κορίτσι, δηλαδή μόνο να τη γλείφεις θέλεις, από την κορυφή ως τα νύχια. Από την Γκάνα, δύο μέτρα. Είναι και επαγγελματίας χορεύτρια. Αμίλητη αλλά πολύ καταδεχτική, οι άλλες δεν τη χωνεύουν. Αυτή το ξέρει και έχει μάθει να μην τη νοιάζει. Μάλλον έχει εμπεδώσει ότι είναι η καλύτερη, τη ζηλεύω πολύ γι' αυτό. Πολύ όμως. Να μη σε νοιάζει γιατί ξέρεις. Η Σάλλυ χορεύει μόνο σλόου. Ο κεφάλας σαν να κατάλαβε ότι με την αλλαγή του τέμπο θα μπορούσα να τον ακούω. Όχι ότι είχε καθόλου σταματήσει να μιλάει όσο ο Σίμος βάραγε τα ντάπα-ντούπα. Αλλά κοίταγε έντονα μέσα από τον καθρέφτη πια, προς τους πιτσιρικάδες. Προσπαθούσα να καταλάβω αν ήταν αυτό που νόμιζα. Ώσπου με είδε που παρακολουθούσα το βλέμμα του στον καθρέφτη.

"Είμαι νευρικός απόψε και μιλάω συνέχεια. Σας ζάλισα, συγγνώμη. Ο γιος μου είναι, με κάτι φίλους του. Είναι 24 χρονών. Δεν τον έχει αγγίξει γυναίκα ποτέ, ντρέπεται παθολογικά. Συνεννοήθηκα με κάτι πρώην συμφοιτητές του και τον έφερα εδώ. Κάθομαι εδώ στο μπαρ για να μην τον ευνουχίσω τελείως. Τον έφερα για το άγγιγμα. Έστω για το άγγιγμα. Είναι μεγάλο πράγμα το άγγιγμα. Και πώς μυρίζετε εσείς οι γυναίκες. Και όλα τα άλλα, τι να λέμε. Αλλά είναι σπουδαίο το άγγιγμά σας και πώς μυρίζετε. Αλλα οι άντρες είμαστε μαλάκες και δεν το ξέρουμε. Δεν το εκτιμάμε τέλος πάντων."

Τον κοίταξα με λύπηση. Ντρέπεται παθολογικά και μας τον έφερε εδώ; Και περιμένει να πέσει κλαρίνο ή έστω φραπεδιά εκεί που πήγαν κι έκατσαν μπροστά μπροστά, φάτσα φόρα στη σκηνή; Βρε τον καημένο.

"Δεν με νοιάζει αν θα κάνει κάτι, αρκεί να νιώσει να τον αγγίζουν", συνέχισε αυτός. "Εγώ όλη μου τη ζωή την πέρασα λατρεύοντας γυναίκες, ούτε ζόρια ούτε πόνο ούτε ζημιές έχω να πω: φέρθηκα κύριος στις γυναίκες, μου φέρθηκαν άψογα. Αλλά με αυτό το παιδί, δέκα χρόνια κόλαση ζω, να περιμένω τη ζωή του να αρχίσει. Να τον αγγίξει γυναίκα."

Έβαλα το χαμόγελο το προφέσιοναλ, τον κοίταξα με ψεύτικη εμπιστοσύνη στα μάτια και πήγα να του πω το "Όλα θα πάνε καλά", θα πέταγα κι ένα "κύριε". Με άλλους δυο μαντράχαλους γύρω του και τον μπαμπά στο μπαρ, αν δεν κατέληγε σε ψυχιατρείο αύριο το πρωί, μάλλον θα έφευγε τρέχοντας σε λίγο.

Αλλά τότε είδα τη Μάρτα να σηκώνει έναν ψηλό από τους πιτσιρικάδες, με μεγάλο κεφάλι κι αυτός, και να πηγαίνουνε πίσω. Η Σάλυ είχε κατέβει από τη σκηνή και παραδόξως χαριεντιζόταν με τους άλλους δύο στο τραπέζι. Και η Μάρτα τώρα πίσω μαζί με το παιδί το άχαρο. Ο κεφάλας στο μπαρ, ο πατέρας, κοίταζε μόνο το τζιν του πια. Το τρίτο. Δηλαδή πότε το τζιν και πότε εμένα. Σπουδαίο κορίτσι η Μάρτα, τι να λέμε.

Εικονογράφηση: Les Liaisons dangereuses (1935) του Ρενέ Μαγκρίτ.

GatheRate

Τρίτη 10 Νοεμβρίου 2015

Θέλω να γράψω μαλακίες

 Απόψε έχω όρεξη να κάτσω να γράψω μαλακίες.

Η πολιτική επικαιρότητα είναι ή κωμική, πέραν κάθε σάτιρας, ή θλιβερή ή αβάσταχτη. Έχουμε χρέος να γράψουμε για τα αβάσταχτα, όμως άραγε είναι αλήθεια ότι εκτέλεσαν 200 παιδιά εν ψυχρώ στην κοντινή μας Συρία; Στη Συρία που είναι πιο κοντά μας από τη Βρετανία ή την Ισλανδία; Δεν θέλω να περιγράψω τι σκεφτόμουν για αυτά τα παιδιά γιατί θα πεταχτεί κανας ψύχραιμος να πει ότι ο χειρισμός του θέματος εκ μέρους μου είναι σπλάτερ. Άραγε είναι αλήθεια ότι πνίγονται στο Αιγαίο του Ελύτη άνθρωποι που ξεφεύγουν από το πολύπλευρο μακελειό της κοντινής Συρίας; Αλήθεια είναι, όπως και ότι υπάρχουν άνθρωποι που κάνουν ό,τι μπορούν για να αποτρέψουν τους θανάτους και για να ανακουφίσουν τους ξεριζωμένους που μέχρι πριν λίγο καιρό ζούσαν όπως εσύ κι εγώ. Όπως είναι οξύτερη αλήθεια ότι ο φράχτης είναι κλειστός για να μη βουρλίζονται οι εταίροι, κάτι ηθικά κουρέλια που κερδίζουν εκλογές στη Μεσευρώπη. Ηθικά κουρέλια που ανεμίζουν και που τα σαρίζει ο άνεμος μέσα στο αχανές ηθικό σκουπιδαριό που λέγεται Ευρώπη. Στην ίδια ηθική χωματερή όπου άταφα σκουληκιάζουν τα κουφάρια του φασισμού, από τα οποία τρέφονται αρουραίοι της απανθρωπιάς, του κέρδους και του laissez faire, laissez passer για λογαριασμό όσων έχουνε λεφτά ή και συμβόλαια με δημόσιους φορείς και τομείς. Στο μεταξύ, πίσω στην κοντινή μας Συρία, αλωνίζουν ποπ κακοί, ποπ με την εφιαλτικότερη εκδοχή του όρου: το Ισλαμικό Κράτος δεν είναι πρακτικά κτηνώδες κι απάνθρωπο, όπως π.χ. οι Αμερικανοί στο Βιετνάμ, οι Ινδονήσιοι που ανέκοψαν εκλογικά το ΚΚ τους εξοντώνοντάς το μαζί με τους ψηφοφόρους του ή οι Κόκκινοι Χμερ. Το Ισλαμικό Κράτος είναι αποκύημα σεναρίου ταινίας δράσης: με εξώφθαλμο σαδισμό και καρικατουρίστικη μισανθρωπία. Σχεδόν σαν κόμικ, ναι, μα κωμικό καθόλου.

Αλλά ας γράψω μαλακίες. Ας ευθυμογραφήσω. Να σας πω λ.χ. ότι δεν γράφω για το σεξ γιατί θα φαίνεται πως έχω να το κάνω πάνω από εξάμηνο και ότι θυμάμαι αχνά ότι καλά ήταν, υπήρχε μια ευχάριστη διάθεση, όσο να 'ναι. Ψέματα θα λέω, αλλά δεν βαριέσαι: αριστερό με έχουν πει, άρα ένα ηθικό πλεονέκτημα το έχω ipso facto, αναπαλλοτρίωτο στο διηνεκές σαν το κληρονομικό χάρισμα εκείνου του μάγου στη γειτονιά της αδερφής μου. Άλλωστε τα κληρονομικά χαρίσματα κι οι αποστολικές διαδοχές θα γίνουνε και πάλι της μόδας, τώρα που ξέρουμε ότι η Εκκλησία είναι μάνα και των αριστερών, τώρα που ο Στάλιν ήτανε καλός άνθρωπος και σπουδαίος ηγέτης αλλά και που οι κομμουνιστές είναι συλλήβδην τέρατα, τώρα που το να πολέμησες για την ελευθερία και την αξιοπρέπεια και για τους ταπεινούς και καταφρονεμένους είναι το ίσο και αντίθετο διάνυσμα του να ήσουν φασιστόσκυλο, κολαμπό, ταγματαλήτης. Τέλος πάντων, είναι καλή εποχή να μη γράφεις για γαμήσια κι ανατροπές παρά για την τίμια ελληνική οικογένεια, για το ότι τίποτε δεν θα αλλάξει αφού ούτε καν το ερυθρό παρεάκι του Σύριζα δεν μπόρεσε ή δεν θέλησε να το πράξει. Τίνα, είσαι η απόλυτη και μία γκόμενα εσύ. Εσύ, η αφέντρα της απόλυτης πολιτικής ντεκαύλας, η χαρά των ελίτ και η χάρος των υποτελών.

Άλλες μαλακίες που μπορώ να πω θα είχανε σκοπό να προκαλέσω. Να κάνουμε λίγο ταραχή, τζερτζελέ, κατάστα. Να πάει λίγο αλλού η κουβέντα. Να δημοσιοποιήσω π.χ. κι εγώ μια λίστα, στην περίπτωσή μου με μπλιαχ, δηλαδή με έργα και με περσόνες που κάνουνε τα άντερά μου να γυρίζουν ή με πράγματα που σιχαίνομαι: τον Χριστιανόπουλο, τον Jarvis Cocker, τον Roberto Benigni, τον Μουζουράκη, τον Matthew McConaughey, τον Κιούμπρικ, τα εντόσθια (εκτός από πατέ), ό,τι έχει να κάνει με ζόμπι (εκτός από το 28 days later), το Grande Bellezza. Θα μας αποσπούσε το λακριντί που θα επακολουθούσε από τα πραγματικά προβλήματα, θα κάναμε λίγη πλάκα. Αλλά πάλι, έχουμε κάμποσα θέματα για κωζερί, όπως τη συζήτηση για το αν το "εθνοκάθαρση" είναι αρκούντως μπαμπάτσικος όρος για τις σφαγές και την προσφυγιά των Ποντίων, όπως την υποψηφιότητα του εξώφθαλμα θλιβερού Άδωνη και των κρυφίως θλιβερών ανθυποψηφίων του (μόνον ο Μητσοτάκης δεν είναι θλιβερός: ο καλός κι εργατικός άνθρωπος δεν χάνεται, ρε, εδώ υπουργοποιήθηκε επί Σαμαρά, τι λέμε τώρα). Έχουμε κι άλλα πολλά, τη μανία καταδίωξης υπουργών, που κατά βάθος είναι σοβαροί άνθρωποι αλλά δεν αφήνουνε να εκδηλωθεί αυτή τους η ροπή, τη σιωπή για τους φασίστες που σιγά σιγά επευλογούνται ως αναγκαίο κακό, ενώ το αναγκαίο καλό συγκυβερνάει και στέλνει στελέχη ανύπαρκτου κόμματος για εξομολόγηση.

Θέλω να γράψω μαλακίες.

GatheRate

Πέμπτη 5 Νοεμβρίου 2015

Πέντε σούτρες


1.
Υπάρχουν πολλοί τρόποι να κερδίσεις μια γυναίκα ή έναν άντρα. Ο καθένας μας έχει τους δικούς του. Τα πράγματα περιπλέκονται όταν θέλεις να την κρατήσεις ή να τον κρατήσεις. Αυτό είναι και το δύσκολο. Βεβαίως, για πολλούς το να κρατήσεις ένα ταίρι ταυτίζεται με την κτήση του αφού θα έχει προηγηθεί η λεγόμενη κατάκτησή του. Πώς θα επιτευχθεί η κτήση; Κι εδώ υπάρχουνε τρόποι πολλοί: η βία, η αστυνόμευση, ο πειθαναγκασμός, ο πατερναλισμός και άλλοι. Με το που θα εξασφαλιστεί η κτήση του άλλου και θα ανοίξει ο δρόμος στο φορτικό και άνυδρο "για πάντα", εξασφαλίζεται ταυτόχρονα και η απώλειά του: αυτή ή αυτός που κέρδισες είναι πλέον κτήμα σου. Και ως κτήμα χρειάζεται διαρκώς να του ασκείς βία, να το αστυνομεύεις, να το πειθαναγκάζεις, να το πατρονάρεις -- απλώς και μόνο για να παραμείνει δίπλα σου, κοντά σου ή μαζί σου. Εσύ νομίζεις ότι αυτή η διαρκής διαδικασία είναι το γίγνεσθαι του έρωτα, ενώ στην πραγματικότητα πρόκειται για τη διαρκή επαγρύπνηση ενός στρατού κατοχής ή μιας μηχανής προπαγάνδας. Ήδη το έχεις απωλέσει το ταίρι σου.

2.
Τον αδύναμο ή, χειρότερα, τον συντετριμμένο άνθρωπο δεν τον προσεγγίζεις με όρους δύναμης, αφού του πρώτου του λείπει και τον δεύτερο τον έχει συντρίψει. Δεν γίνεται να του ζητάς να "βρει τη δύναμη" και να την ασκήσει, δεν μπορεί να απαιτείς να συμμαζευτεί και να σοβαρευτεί και να αφήσει τις μαλακίες. Εν ολίγοις, δεν του ζητάς να πάει να κάνει αυτό ακριβώς που δεν μπορεί να κάνει. Πολλές φορές αυτό που καταπραΰνει και ενδυναμώνει τον αδύναμο να τον πλησιάσεις αφού παραιτηθείς από τη δική σου δύναμη.

3.
Δεν υπάρχουν καθολικές και παγκόσμιες συμβουλές. Κάθε παροχή μη-προσωπικής βοήθειας και χορήγηση γενικών συμβουλών που βοηθούν τους πάντες είναι φενάκη, κάθε κολυμβήθρα του Σιλωάμ όπου ξεπλένονται ολωνών οι νευρώσεις, ανασφάλειες, φόβοι, ακυρώσεις, ματαιώσεις, πόνος είναι γεμάτη νεράκι Καματερού. Από αυτή την άποψη, κάθε συμβουλή ουάν-σάιζ είναι είτε παουλοκοελική αστειότητα είτε απλώς επικίνδυνη.

4.
Η έμφαση στον πόνο του έρωτα είναι καλύτερη μόνον από την ενασχόληση με ανεκπλήρωτους έρωτες. Η έμφαση στον πόνο του έρωτα και η αντίληψη του έρωτα ως πόνου και δυστυχίας και τυράννου είναι θανατολαγνία: μοιάζει με το να έχει ζήσει κάποιος μια υπέροχη ζωή και εσύ να ασχολείσαι αποκλειστικά με τον θάνατό του. Βεβαίως, πολλές φορές αυτή η ενασχόληση είναι αναπόφευκτη, εάν λ.χ. η ζωή υπήρξε υπέροχη για ελάχιστο χρόνο και εάν ο θάνατος ήταν αργός και βασανιστικός κι επώδυνος. Αλλά δεν γίνεται εξ αρχής να ταυτίζουμε τον έρωτα με τον πόνο του τέλους του. Όσο για τους ανεκπλήρωτους έρωτες, τι άλλο είναι παρά εμμονική αφοσίωση στο μη πραγματικό; Αντιλαμβάνομαι ότι πολλές φορές στη ζωή μας υπάρχει χώρος για το μη πραγματικό, ενδεχομένως και για τίποτε άλλο. Αλλά για πόσο;

5.
Η αυτολύπηση και η αυτομεμψία είναι πανίσχυρα δηλητήρια. Σε μικρές και ελεγχόμενες ποσότητες είναι αποτελεσματικά φάρμακα, ιδίως κατά του σολιψισμού και κατά της φρεναπάτης ότι είμαστε το κέντρο του κόσμου. Σε μεγάλες ποσότητες απλώς σε παραλύουν και σε παραδίδουν βορά σε ό,τι ανελέητο και ανθρωποφαγικό υπάρχει.

GatheRate

Κυριακή 1 Νοεμβρίου 2015

Νᾶφε καὶ μέμνασο ἀπιστεῖν

Μ' αρέσουν τα γενέθλια, μου αρέσει να μου φέρνουνε δώρα και να μου εύχονται και να έχουνε κουβαληθεί φίλοι μου για να γιορτάσουνε μαζί μου.

Την προηγούμενη Παρασκευή 30 Οκτωβρίου, ο Βάσος Γεώργας, από τις εκδόσεις Bibliothèque του οποίου κυκλοφορεί το βιβλίο μου, του οργάνωσε ένα μεγάλο πάρτυ γενεθλίων· του βιβλίου μου. Η μόνη μου συμμετοχή σε αυτό το πάρτυ ήταν ότι ζήτησα από τον Κωνσταντίνο Τζαμιώτη, έναν από τους σπουδαιότερους εν ζωή Έλληνες πεζογράφους, να πει δυο λόγια.

Έφτασα λίγο πριν από την έναρξη σε ένα στολισμένο οικόπεδο-πάρκινγκ (και, ενίοτε, ουρητήριο έκτακτης ανάγκης) απέναντι από τη Βιβλιοθήκη Βολανάκη / White Rabbit στα Εξάρχεια. Μερικοί από εμάς θυμόμαστε τη Βιβλιοθήκη Βολανάκη ως τον τόπο του Φιλοσοφικού Καφενείου και, αργότερα, του Da Sein (έτσι το έγραφαν, νομίζω). Το οικόπεδο ήτανε γεμάτο μπλε και γαλάζια μπαλόνια (φάση It's a boy!) και σειρές από καθίσματα, ενώ στον τοίχο, κάτω από τα μνημειακά γκραφίτι ήταν αναρτημένο ένα μπάνερ μεγάλο με το εξώφυλλο του βιβλίου. Μπροστά από το μαγαζί ένα τραπέζι γεμάτο ολόφρεσκα βιβλία, στη σειρά, με τη μασκοφόρα κεφαλή της Αθήνας να επαναλαμβάνεται γουωρχολικά. Ολόφρεσκα, γιατί τα βιβλία δεν είναι σκούνες, για να είναι "καλοτάξιδα" (μπλιαχ), παρά είναι κρασιά: άλλα ξινίζουν με τον χρόνο, άλλα ξεθυμαίνουν, άλλα κρατάνε, άλλα παλιώνουν. Μέσα στο μαγαζί βρήκα και με βρήκαν και φίλοι και καινούργια πρόσωπα και διακριτικοί άνθρωποι που δεν μου συστήθηκαν καν, αλλά ελπίζω να πέρασαν καλά.

Η παρουσίαση ξεκίνησε. Είχε κόσμο, εγώ στεκόμουν όρθιος πίσω, εν μέρει γιατί δεν βρήκα να καθήσω και εν μέρει για να έχω γενική εποπτεία του χώρου.

Ο Βάσος είπε κάποια πράγματα για το πώς έβγαλε το βιβλίο δια της μεθόδου του "τραβάτε με κι ας κλαίω" και για τις φωτογραφίες που το εικονογραφούν.

Ο καλεσμένος-έκπληξη Γιώργος Μίχος, παλαιός μπλογκάς, μίλησε για την τυραννία της επωνυμίας και για το πώς το μπλογκ παραδίδει καθαρή γραφή χωρίς ονομασία προέλευσης. Με το ζήτημα "ψευδωνυμία" έχω ασχοληθεί εκτενώς παλιότερα και, πιο συνοπτικά, πολύ πρόσφατα. Μου άρεσε πόσο αβίαστα εντάχθηκε η διάτρητη, ή ελαστική, αν προτιμάτε, ψευδωνυμία μου στην εκδήλωση: ναι μεν δεν ανέβηκα στο βάθρο, δεν αποκαλύφθηκα, ωστόσο φωτογραφήθηκα (κυρίως ρωμαϊκώς, προφίλ), υπέγραψα αντίτυπα και βεβαίως συνάντησα πολλούς. Το καλύτερο σχόλιο: "Σας περίμενα ξανθό με μακριά μαλλιά!". Αλίμονο: είμαι Πέρσης κι όχι Υπερβόρειος.

Ο ένας από τους ανθολόγους, ο Χρήστος Νάτσης, δεν είπε πολλά: εξήγησε όμως πώς έγινε η ανθολόγηση και με ποια κριτήρια. Επίσης περιέγραψε τη σχέση του με τα κείμενα που τελικά συμπεριλήφθηκαν.

Ο Κωνσταντίνος Τζαμιώτης ομολόγησε το προφανές: ότι είναι αδύνατο να παρουσιάσεις το βιβλίο μου. Ξεκαθάρισε ότι δεν διαβάζεται από την αρχή μέχρι το τέλος. Ο λόγος: το βιβλίο αποτυπώνει μία φωνή, δεν είναι ούτε ενιαίο κείμενο ούτε σώμα κειμένων. Δευτερολογώντας, επισήμανε και το αυτονόητο, ότι οι φωνές που πρωτοακούστηκαν από τα μπλογκ δεν είναι ούτε λιγότερο αλλά ούτε περισσότερο σημαντικές ή καίριες από τις φωνές που εκφράζονται ποιητικά ή πεζογραφικά.

Η Νάνα Παπαδάκη διάβασε δύο κείμενα: το Arlanda και Το μακάριο ύψος ενός πνευματικού οράματος (ο τίτλος είναι φράση ξεσηκωμένη από τα Πορφυρά Πανιά του Αλεξάντερ Γκρην).

Τέλος, ο άλλος ανθολόγος, ο Νίκος Πριόβολος, μίλησε κολακευτικά και εν είδει πανηγυρικού για τα κείμενά μου μέσα στο βιβλίο αλλά και όσα έμειναν απ' έξω.

Μετά μάς περίμεναν οι Dirty Athens Brass Band με τη μουσική τους, φαγητό ετοιμασμένο από τα χεράκια του Γεώργα και, αργότερα, τραγούδια από τον ντιτζέι Ερρίκο Λίτση (ναι, τον γνωστό ηθοποιό-θρύλο).

*

Όσο για μένα, αισθάνθηκα περιτριγυρισμένος από φίλους. Αν αυτό ήταν πάρτυ γενεθλίων, ήτανε μέσα στα τρία-τέσσερα καλύτερα της ζωής μου. Κι ας ήταν του βιβλίου κι όχι δικό μου.

Για μένα ο βασικός λόγος που βγήκε αυτό το βιβλίο είναι για να αποκτήσουν υλικότητα αυτά τα κείμενα, όπως τα επέλεξαν και τα στίχησαν οι δύο ανθολόγοι και όπως τα εικονογράφησε ο Γεώργας. Τη στεργω την υλικότητα και δεν είμαι από αυτούς που απαξιώνουν το σωματικό, τρισδιάστατο χάρτινο βιβλίο, που γεμίζει το χέρι σου, επειδή τώρα έχουμε ηλεκτρονικά μέσα. Με τον ίδιο τρόπο που δεν απαξιώνω τη ραδιοφωνική παρουσία, διακριτική, επειδή έχουμε την attention whore τηλεόραση. Με τον ίδιο τρόπο που προτιμώ σιντί και βινύλια. Και ούτω καθεξής.

Με αφορμή όσα άκουσα σκέφτηκα και το εξής: πολλοί παραπονιούνται για την πληθώρα εκδόσεων, κυρίως ιδίοις αναλώμασι ποιητικών συλλογών, και δυσθυμούν για τη 'σαβούρα που κυκλοφορεί'. Νομίζω ότι το ζήτημα βρίσκεται αλλού: Μπορεί μεν να γράφουμε για τον εαυτό μας, όπως λέει ο Μπόρχες. Όμως το γραπτό εκτίθεται τελικά. Ακόμη πιο πριν, η ίδια η πράξη της γραφής είναι συνήθως σαν την επιστημονική έρευνα: μια συλλογική και κοινωνική διαδικασία, μια διαδικασία όπου η επιμέλεια, η αυτολογοκρισία, τα σχόλια των αναγνωστών, οι κρίσεις των παλιότερων, ο χρόνος κατά τον οποίο ένα γραπτό ησυχάζει περιμένοντας να το ξαναπιάσεις διαμορφώνουν και τη γραφή και το αποτέλεσμά της, το γραπτό. Στα μπλογκ αυτή η διαδικασία είναι απλώς κάπως πιο ανοιχτή. Οπότε ναι, αφήστε χιλιάδες κρασιά να εμφιαλωθούν, έστω και ως αυτοεκδόσεις, αλλά να προλάβει το κρασί σου να ζυμωθεί: να του δώσεις χρόνο να αλληλεπιδράσει με πραγματικούς, φανταστικούς, ιδεατούς και άλλους αναγνώστες και επιμελητές.

*

Σας προσκαλώ να αποκτήσετε το βιβλίο και να το κάνετε δικό σας το αντίτυπό σας. Όπως συμβαίνει με κάθε βιβλίο, δηλαδή.

GatheRate

Τρίτη 27 Οκτωβρίου 2015

Από τον Μεταξά στην μπαϊντούσκα


Με αφορμή την κρυφή αγάπη που εκφράζεται όχι πια τόσο κρυφά κάθε χρόνο τέτοια μέρα για τον φασίστα δικτάτορα Μεταξά.

Ι.
Η ελληνική κοινωνία είναι πράγματι μια κοινωνία που ανησυχεί περισσότερο για τους πούστηδες (κι ας τους λέει "γκέι" πια) που έχουνε πιάσει όλα τα πόστα και αλληλοϋποστηρίζονται, είναι οι νέοι Εβραίοι της άλλωστε, παρά για τους πρόσφυγες που κρυώνουν και πεθαίνουν κατά συρροή. Η νησιωτική χώρα έχει γίνει ένα απέραντο Φαρμακονήσι όπου πνίγεται κόσμος σχεδόν μέρα παρά μέρα πια, ο φράχτης παραμένει στη θέση του, αλλά το πρόβλημά μας είναι οι γυμνές γάμπες και τα τακούνια των μαθητριών που συμμετέχουν σε μιλιταριστικές τελετουργίες διάθεσης και έμπνευσης Ιωάννου Μεταξά.

Η ελληνική κοινωνία ασχολείται με το μάθημα των Θρησκευτικών και τις σχέσεις της κυβέρνησης με τους δεσποτάδες, όταν δεν αγανακτεί με την εμφάνιση των υπουργών της, αλλά δεν φαίνεται να την απασχολεί η ίδια η κυβέρνηση που συνεχίζει τις πολιτικές λιτότητας και υποτέλειας που αφάνισαν αυτόν τον τόπο, παρότι αυτή τη δουλειά ήξεραν μια χαρά να την κάνουν και οι παλιοί, των οποίων η γραμμή διαδοχής πάει πίσω στον Ιωάννη Μεταξά.

Η ελληνική κοινωνία ανοικοδομήθηκε μετά την Κατοχή με χρήματα που μαυραγορίτες υπεξαίρεσαν από την αμερικάνικη βοήθεια και με λεφτά των νεκρών (και επιζώντων) Εβραίων. Οι δοσίλογοι στελέχωσαν τον χαφιεδομηχανισμό, πήρανε ταξί και περίπτερα, οι γερμανοτσολιάδες και οι ταγματασφαλίτες πύκνωσαν τις τάξεις του στρατεύματος. Είναι να μη θέλουμε να τους δικαιώσουμε; Για τον Βασιλιά και κατά του Στάλιν πολέμησαν, δίπλα στους ναζί στην ανάγκη, τι να γίνει. Ελλάδα, η χώρα όπου οι φασίστες θεωρούνται λίγο πιο ζωηροί και ευέξαπτοι Δεξιοί. Όπως ο Ιωάννης Μεταξάς.

Η ελληνική κοινωνία θα εορτάσει αύριο τη νίκη μας κατά του φασισμού παρά τον φασισμό που μας ξανάρθε, ες το φανερόν πια, τον φασισμό που δεν μας άφησε ποτέ, τον φασισμό που κάτιαζε μέσα στη Μεγάλη Δεξιά και που κορυβαντιούσε επί Χούντας, τον φασισμό του μπασκίνα, του χωροφύλακα, του μπάτσου. Θα εορτάσουμε το C'est la guerre (που ο λαός που πήγε στην Αλβανία και φαγώθηκε από ψείρες και κρυοπαγήματα μετέτρεψε σε Όχι) κατά του φασισμού, που είπε ο φασίστας Ιωάννης Μεταξάς.

ΙΙ.
Να μη γελιόμαστε: η ελληνική κοινωνία είναι βαθιά συντηρητική. Γι' αυτό και το ΚΚΕ δεν ψοφάει με τίποτα, αφού αποτελεί τη βαθιά συντηρητική (άρα εντελώς νεοελληνική) εκδοχή του Μαρξισμού-Λενινισμού. Άλλωστε, είναι γνωστό: κάθε τι όμορφο και ιδανικό και σπουδαίο που βγάζει αυτός ο τόπος τα τελευταία 200 χρόνια, κάθε τέχνη και ηρωισμό και νοστιμιά και ομορφιά, θα σπεύσει να τα οικειοποιηθεί και να τα σκυλεύσει η Εκκλησία, η Δεξιά και το ΚΚΕ. Γι' αυτό και το ΠΑΣΟΚ έχει τον αψόφητο: δημιούργησε έναν κώδικα διαχείρισης και των τριών μαζί, μια χίμαιρα με σώμα Δεξιάς, κεφάλι ΚΚΕ και μια ουρά νεορθόδοξου πατριωτισμού.

Τα αντανακλαστικά της ελληνικής κοινωνίας ήτανε και είναι συντηρητικά. Σε κάθε διχογνωμία ή διαμάχη ο πιο καθεστωτικός, ο πιο συντηρητικός, αυτός που εκλαμβάνεται ως αυθεντία κερδάει. Αυτός έχει πάντοτε προβάδισμα: ο γυμνασιάρχης, ο μπάτσος, ο άντρας, η θεούσα, ο τσέλιγκας, ο μεσήλικας, ο πρωτευουσιάνος, ο νοικοκύρης, ο παπάς, το πεθερικό, ο κτηματίας. Είμαστε βαθιά ιεραρχικοί, παντού και μέχρι τα κόκαλα, από τα οποία είναι πια βγαλμένη η Ελευθερία. Και πάει μακριά η συντηρητική κοσμοθεωρία, το ηθικό προνόμιο της αυθεντίας. Σκεφτείτε λ.χ. μια συκοφαντία. Μια οποιαδήποτε συκοφαντία. Κολλήστε την σε κάποιον δεξιό, νοικοκύρη, κληρικό. "Συκοφαντίες / τι κάνει ο καθένας στο κρεβάτι του / θέλουνε να τον σπιλώσουν" κτλ. Κολλήστε την σε κάποιον "ιδεολόγο", καλλιτέχνη, κοινωνικό αγωνιστή και τον απαξιώσατε πάραυτα.

ΙΙΙ.
 Η ιδιοφυής συμμαθήτριά μου Σ, καθηγήτρια πανεπιστημίου πια, που την έχω σαν αδερφή μου, οργάνωσε πριν πολλά χρόνια μια γιορτή στο Λύκειο για την 28η Οκτωβρίου. Ήθελε να την κάνει τη γιορτή γλέντι με ελληνικούς χορούς. Η θεούσα λυκειάρχισσα (την οποία σε άλλη περίπτωση είχε ξεφτιλίσει με λεπτότατο σαρκασμό και φίνα υπεροψία ο πατέρας μου, ευχαριστώ μπαμπά!) έκοψε τη Φραγκοσυριανή ("χορός καταγωγίων ο χασάπικος") και άφησε μόνο δημοτικούς. Της ξέφυγε όμως η μπαϊντούσκα, ίσως γιατί δεν είχε αρχίσει ακόμα η οπερέτα του Μακεδονικού. Όταν πήρε χαμπάρι ότι θα χορεύαν λυκειόπαιδες ντόπικο εαμοσλάβικο χορό, αφήνιασε. Τελικά κατάφερε να βρει το επίμαχο τραγούδι χωρίς λόγια ώστε να το βάλει να χορευτεί έτσι, μην ακουστούνε σλαβομακεδονικά και μαραθούν τα ελληνικά αυτιά μας, που τα σκέπει κατά Σλάβων και λοιπών βαρβάρων ο Άγιος ο Δημήτριος.

GatheRate

Παρασκευή 23 Οκτωβρίου 2015

Τότε


Λοιπόν, το σημαντικό είναι να μη μιλάς. Πρέπει να ακούς. Να ακούς και να μη μιλάς πριν έρθει η ώρα να πεις αυτό που πρέπει. Ούτε μετά. Να μη μιλάς κατόπιν εορτής. Στην ώρα σου. Να λές αυτό που πρέπει και να το λες στην ώρα του. Σαν ηθοποιός, να περιμένεις την ατάκα σου. Πολλοί άνθρωποι μιλάν έτσι, για να γεμίζουνε την ώρα μέχρι να έρθει η ώρα να μιλήσουνε. Και μετά λένε αυτό που έπρεπε να πούνε αλλά κανείς δεν το προσέχει γιατί όλοι ασχολούνται με τα παραγεμίσματα που έλεγαν μέχρι να έρθει πραγματικά η ώρα να μιλήσουν. Άλλοι, πολλές φορές οι ίδιοι όμως όχι απαραίτητα, συνεχίζουνε να μιλάνε κι αφού παρέλθει η ώρα τους. Δεν ξέρουν να σταματάνε. Να βάζουνε τελεία. Μιλάνε. Συνεχίζουν. Δεν λέω ότι πρέπει να λακωνίζεις, δεν λέω ότι πρέπει να σιωπάς και να σκύβεις το κεφάλι και τέτοια, όχι. Αυτά τα λένε όσοι θέλουνε να φιμώνουν τους άλλους και το μπορούνε κιόλας. Δεν λέω αυτό. Αν πρέπει να πεις πολλά, πολλά να πεις. Όμως στην ώρα τους. Μέχρι εκείνη τη στιγμή πρέπει να ακούς: θα καθορίσει και τι θα πεις αλλά και πότε πρέπει να μιλήσεις, τη σωστή στιγμή. Και μετά, αφού μιλήσεις, πάλι πρέπει να σωπαίνεις και να ακούς, να ακούς τον απόηχο και τον αντίκτυπο όσων είπες.

Κυρίως να ακούς. Έχεις όλον τον χρόνο να ακούς, προτού πεις τα δικά σου και αφού τελειώσουν όσα έχεις να πεις. Είναι απόλαυση να ακούς τους άλλους. Σαν το φαγητό: πέρα από τη γεύση, υπάρχει και το άρωμα του φαγητού και η όψη του, οι υφές. Έτσι κι όταν ακούς τον άλλο, είναι ολόκληρο γεύμα. Βλέπεις την όψη του και πώς στέκεται, πώς κουνάει τα χέρια του και τις γκριμάτσες που σκαρώνει. Αν ο άλλος μιλάει πολύ, αφαιρείσαι λιγάκι και αφήνεσαι στον ρυθμό της φωνής του και στις όποιες ιδιαίτερες πινελιές της άρθρωσής του. Και, εννοείται, δεν χρειάζεται καν να σου αρέσει αυτό που ακούς.

Παράδειγμα. Κάποτε δούλευα με έναν άνθρωπο που συνδύαζε κακοήθεια με βλακεία. Ήταν, όπως θα το θέταμε συνοπτικά, μεγάλος μαλάκας. Σε κάποια συγκυρία με έβριζε επί είκοσι λεπτά. Πότε τον κοίταγα να με βρίζει κατακόκκινος με τα μάτια εξογκωμένα σαν ροφός που ασφυκτιά στον καθαρό αέρα, πότε κοίταζα στο απέναντι μπαλκόνι δυο αδερφάκια να βγαίνουνε στο μπαλκόνι και να πετάνε παπούτσια στον δρόμο μέχρι που ήρθε η μάνα τους και τα μπερντάχιασε. Ο συνάδερφος ορυόταν, μπουρδούκλωνε τη γλώσσα του, με έβριζε και όσο με έβριζε τόσο εξέθετε τον εαυτό του. Ήταν έξω φρενών, για να γίνω σαφέστερος. Επίσης πρέπει να μου έριχνε πλάγιες ματιές που χαμογέλαγα, αλλά δεν ήταν ο μόνος υπεύθυνος για το μειδίαμά μου: ήτανε και τα πιτσιρίκια που με ενθουσιασμό και μπρίο πέταγαν ένα ένα τα παπούτσια στο σπίτι τους από το μπαλκόνι, στα σαράντα μέτρα απέναντί μου. Τον άκουγα όμως. Όσο τον άκουγα τόσο ηρεμούσα (βοηθούσαν και τα παπούτσια που έπεφταν ένα ένα απέναντι), τόσο πιο βαθιά κατανοούσα ότι είναι και κουτός και παλιάνθρωπος, πόσο ανεπανόρθωτα ανόητος και φαύλος. Έριχνα κλεφτές ματιές στους άλλους, που τον κοίταγαν με φρίκη να ξεφτιλίζεται, μέχρι που ένας συνάδερφος του είπε να σταματήσει γιατί όσο συνεχίζει τόσο επιβαρύνει τη θέση τη δική του. Μετά ήρθε η ώρα να μιλήσω. Είπα ότι δεν είχα τίποτε να πω και είπα αυτό που είχα να πω.

Ναι, στον εαυτό μου μιλάω τώρα. Του υπενθυμίζω να σωπαίνει μέχρι να έρθει η ώρα του να μιλήσει και να μιλάει μόνον τόσο όσο χρειάζεται.

GatheRate

Σάββατο 17 Οκτωβρίου 2015

Αίμα


Βγήκα ραντεβού κάποτε στην Αγγλία, όταν ξεκίνησα το διδακτορικό, ραντεβού με έναν που σπούδαζε στο Ιμπήριαλ. Παντελή τον έλεγαν. Σπούδαζε μηχανικός, τηλεπικοινωνίες, κάτι τέτοιο τέλος πάντων, τεχνικής φύσεως. Του έκανε εντύπωση πώς ντυνόμουν: σαν Τζέιν Ώστεν, μου είπε, μάλλον το μόνο που ήξερε από αγγλική λογοτεχνία -- κάπως προσπαθούσε να με καλοπιάσει κι αυτός. Captatio benevolentiae. Φλύαρος κάπως. Μου έλεγε κατόπιν ότι του έκανε εντύπωση που δεν έβγαινα έξω. "Γίνεται να ζεις στο Λονδίνο και να μην βγαίνεις;" Εμένα μου προκαλούσε εκνευρισμό η συζήτηση αυτή. Μπορεί να είμαι αλαφροΐσκιωτη ώρες ώρες, που με λέει κι η Μπέτη, αλλά δεν είμαι χαζή. Προσπαθούσε να φανεί ενδιαφέρων και έξυπνος, τα κενά φαίνονταν, οι lacunae. Καθόμασταν σε ένα εστιατόριο στη Χάρλεϋ Στρητ. Πολυτελέστατο. Ήθελε να με εντυπωσιάσει, στο καλύτερο με πήγε. Λευκές πετσέτες. Σερβιτόροι με κοστούμι. Λευκό. Εγώ κοίταγα κάθε τόσο έξω, στον δρόμο. Έβρεχε βεβαίως, είχα σιχαθεί τη βροχή έναν χρόνο, πόσες φορές περπάταγα μέσα στη βροχή από Cartwright Gardens μέχρι το Goldsmiths. Περπάταγε ο κόσμος έξω, έδειχνε ζωντανός κι όλο δραστηριότητα. Ένιωθα να με έχουνε βάλει σε βιτρίνα, σαν κάτι αυτόματες πλαγγόνες στις χριστουγεννιάτικες βιτρίνες στην Όξφορντ Στρητ, που τις στόλιζαν από μέσα Οκτωβρίου. Ένιωθα λίγο να νυστάζω, αυτό το παθαίνω όταν είμαι νευρική, λέει η Μπέτη.

Και τότε που είχαμε κάνει τάχα τα μοντέλα που συμμετέχουν σε επίδειξη μόδας στο σπίτι της χασμουριόμουν πολύ. Ήμασταν η Μπέτη, η ξαδέρφη της, η Μάρα, εκείνη η άλλη η κολλητή της με το πονηρό βλέμμα και εγώ. Είχε έναν μακρύ διάδρομο στο σπίτι της στο Κουκάκι. Μας μέθυσε λοιπόν καλά καλά εκείνη η πονήρω η κολλητή της, βρήκε κάτι βερμούτ και μας τα πότισε. Μετά κάναμε τον διάδρομο πασαρέλα, βαδίζαμε πάνω κάτω. Γελούσαμε. Κάναμε τα μοντέλα, στα διαλείμματα πίναμε βερμούτ. Poilly κάτι, το θυμάμαι. Γαλλικά, τι ωραία που ακούγονται, ποτέ δεν τα κατάφερα με τα αγγλικά, αλλά εκεί έπρεπε να σπουδάσω, αφού ήθελα σώνει και καλά να ασχοληθώ με τα λατινικά. Κάναμε λοιπόν τα μοντέλα στην πασαρέλα πάνω κάτω στον διάδρομο της Μπέτης, εγώ χασμουριόμουν και ένιωθα και μια γλυκειά ζεστασιά παντού απλωμένη, σαν να άκουγα μια ζεστή φωνή, ζαλιζόμουνα κιόλας και από το βερμούτ. Πάνω κάτω τον διάδρομο. Μετά η κολλητή της η πονήρω είπε να κάνουμε τα μοντέλα εσωρούχων. Η ξαδέρφη της πρώτη και καλύτερη πέταξε τα ρούχα. Μετά η Μάρα, κατόπιν η Μπέτη. Ακολούθησε η πονήρω. Τι να κάνω, ξεντύθηκα κι εγώ, και μάλιστα η πονήρω σχολίασε τι ωραίο σώμα που είχα και γιατί το κρύβω κάτω από τις φούστες τις πλισέ και μετά ήρθε κοντά μου, έβαλε τα χέρια της γύρω από τον λαιμό μου και μου έβγαλε τον σταυρό μου. Ανατρίχιασα ολόκληρη, τι θράσος, να μου αφαιρέσει τον σταυρό. Και ζαλιζόμουν από το ποτό. Κοιτάζοντάς την είδα ότι η Μπέτη σχεδόν δεν είχε τρίχες εκεί κάτω, το διέκρινα γιατί φορούσε ένα εσώρουχο διάφανο σχεδόν. Η πονήρω, πάλι, ένα μαύρο φόραγε, στενό, θα έλεγα σαν να ήταν τι, αλλά δεν είμαι καμμιά πρόστυχη. Αλλά της πονήρως μέχρι και τα στήθη ήτανε πρόστυχα, μεγάλα, βαριά, ανοικονόμητα. Η Μάρα κανονική, με κανονικά εσώρουχα. Το χαζό η ξαδέρφη, ούτε που θυμάμαι, πάντως κοκκαλιάρα ήταν. Αρχίσαμε να πηγαινοερχόμαστε τον διάδρομο μισόγυμνες χαζογελώντας, εγώ πλέον δεν μπορούσα να περπατήσω και με πολλή χάρη. Ενώ καθόμουν σε ένα σκαμπό στη μία άκρη του διαδρόμου προς τα υπνοδωμάτια, μπροστά από το μπάνιο, και έκανα το κοινό, με πήρε λίγο ο ύπνος. Ε να μην τα πολυλογώ, ξύπνησα σχεδόν αμέσως, έτσι νομίζω, ανακατευόμουν και το κεφάλι μου γύριζε. Κατέφυγα στον νιπτήρα. Βγαίνοντας από το μπάνιο είδα την Μπέτη στο κρεβάτι των δικών της, ύπτια, στη στάση του γυναικολόγου, ξέρετε τώρα. Και μετά διέκρινα, είχανε κλείσει τις κουρτίνες, την Μάρα γονατισμένη και το στόμα της ήταν εκεί ανάμεσα στους μηρούς της Μπέτης. Ένιωσα τρομακτική ταραχή. Ίσως να ονειρευόμουν. Και ζαλιζόμουν ξανά. Ευτυχώς δεν με είχανε πάρει είδηση, πήγα να φύγω, και τότε γυρνάω και διαπιστώνω πως με πλησιάζει η άλλη η πονήρω από πίσω, που αυτή τα οργάνωσε όλα από την αρχή, το ξέρω, πήγε μάλιστα να με φιλήσει στο στόμα. Πήρα τα ρούχα μου κατέβηκα στην είσοδο της πολυκατοικίας και πήρα τον μπαμπά τηλέφωνο να έρθει να με περισυλλέξει. Αυτή η πονήρω και η Μάρα (δεν της φαινόταν αυτηνής, πήγαινε και με αγόρια στη Σχολή) θα με κάναν ανώμαλη για πλάκα, τριβάδα θα γινόμουν.

Καθόμουν λοιπόν εκεί, απέναντι από τον Παντελή στο εστιατόριο, είχα βάλει κραγιόν (της κροάτισσας στο διπλανό δωμάτιο, μάλιστα φοβόμουν μην έχω κολλήσει τίποτε, αλλά είναι καλή κοπέλα, καθολική) και φόραγα σκιά, περίμενα το φαγητό μου. Ο Παντελής μού έλεγε ότι μιλάω σαν βιβλίο, αλλά συνεχώς εκείνος μίλαγε. Μου έλεγε για κάτι που δεν θυμάμαι, οι άντρες νομίζουν ότι τους ακούμε όταν αδολεσχούν ακατάσχετα για να μας αποπλανήσουν. Οι καημένοι! Πάντως τεχνικός ήτανε το κισμέτ μου, αλλά όχι ο Παντελής. Το τυχερό μου το καλό, ο Αυγουστίνος. Τα ορεκτικά που είχαμε παραγγείλει ήτανε νοστιμότατα, πολύ καλό εστιατόριο, αλλά ολίγιστα. Είπαμε, Αγγλία: βροχή, πείνα, αλκοόλ. Πίναμε κρασί, εγώ με μέτρο, μη ζαλιστώ. Κάποια στιγμή αντιλήφθηκε ο Παντελής ότι μονοπωλούσε τη συζήτηση και με ρώτησε τι μουσική ακούω. Ενθουσιάστηκα και του είπα για τον έρωτά μου τον Νίκο! Ο Νίκος αυτό, ο Νίκος εκείνο, ο παραγνωρισμένος, ο μεγαλοφυής, ο πρωτοποριακός, ο αισθαντικός και μετριασμένος, αυτός που είχε τα αυτιά του ανοιχτά στα σύγχρονα μουσικά ρεύματα. Με κοίταγε με απορία. Στο τέλος ψέλλισε, που λένε και οι κακές μεταφράσεις, "ποιος Νίκος;". Προσγειώθηκα κι εγώ, του λέω "ο Μαμαγκάκης". Θε μου, αν είναι δυνατόν! Δεν ήξερε. Δεν είχε τη σμικρότατη ιδέα ποιος είναι ο Μαμαγκάκης! Τίποτα. Επέστρεψα κι εγώ στη σιωπή μου. Κατάλαβα ότι ήταν ανόητος. Έτσι κι αλλιώς δεν θα προσέφερα την παρθενία μου (σας παρακαλώ, μη λέτε, ούτε να το πω δεν μπορώ, το άλλο, με τον τόνο στη λήγουσα: καρηβαρία με πιάνει) στον ξανθό άχαρο από την Έδεσσα, φοιτήτρια ήμουν στο εξωτερικό, φλερτ ήθελα κι εγώ, κόρτε, 25 χρονών κορίτσι, κάτι πιο ρομαντικό... αλλά να μην ξέρει τον Νίκο; Τον Νίκο τον Μαμαγκάκη; Άξεστος.

Μετά ήρθε το φαγητό. Είχα παραγγείλει φιλέτο, το ζήτησα medium, έτσι με είχε συμβουλέψει ο Παντελής. Όταν το έκοψα το φιλέτο με το μαχαίρι και είδα την ωμή ροδαλή σάρκα στο κέντρο, καθώς και μία υποψία αίματος να διηθείται από μέσα του, λιποθύμησα. Μαζεύτηκε όλο το μαγαζί στο κεφάλι μου. Αλλά πάντοτε λιποθυμάω στην όψη του αίματος. Πάντα. Η Μπέτη μάλιστα με είχε ρωτήσει τι κάνω όταν έχω τις μέρες μου, αυτή προφανώς ήτανε τόσο τρελή που καθόταν και κοίταζε την περίοδό της. Αν είναι δυνατόν. Έχω χρόνια να τη δω αλλά είμαι σίγουρη ότι παραμένει τρελή κι ας τριανταπενταρίσαμε. Έχω να τη δω 5-6 χρόνια. Πάντοτε τρελή και, δυστυχώς, αριστερή. Εγώ με αυτά δεν ασχολούμουν ποτέ, κοίταγα τη δουλειά μου, τα διαβάσματά μου, μετά τους Λατίνους πεζογράφους για το διδακτορικό μου: έρχονταν από έναν κόσμο που παράκμαζε αλλά είχαν επίγνωση του ότι παρήκμαζε. Ενώ εμείς απλώς σαπίζουμε, αλλοτριωνόμαστε, εκβαρβαριζόμεθα, αφηνόμαστε στην κακώς νοούμενη ελευθεριότητα, στους πειραματιστές και στους κιναίδους. Όλοι θέλουν να είναι πρωτότυποι.

Όταν γνώρισα τον Αυγουστίνο, κατάλαβα ότι θα ήμασταν μαζί. Ωραίος άντρας, ώριμος. Κομψός, μετρημένος. Λίγο κοντός αλλά κι εγώ δεν είμαι κανα πρώτο μπόι, που λένε. Ο μπαμπάς τον βρήκε "λειψανάβατο" αλλά ο μπαμπάς γίνεται ολοένα λίγο και πιο ανόητος όσο περνάει ο καιρός, περνούν τα χρόνια. Άλλωστε τι θα ήθελε για την κόρη του; Το καλύτερο. Πού να ξέρει ότι σε αυτη τη ραιβή εποχή που ζούμε ο Αυγουστίνος είναι άντρας κανονικός (στον κλάδο μου κίναιδοι παντού, γι' αυτό κατέληξα με πολιτικό μηχανικό). Ο Αυγουστίνος με πολιτικοποίησε. Στα 33 μου έμαθα κι εγώ τι σημαίνει εθνικοσοσιαλισμός και πώς στιγματίστηκε εκ μέρους των καπιταλιστών και των σιωνιστών, που κέρδισαν τον πόλεμο. Νηφάλια, ψύχραιμα, από θεωρητικής απόψεως, όχι όπως τον σερβίρουνε στους πληβείους. Μιλάγαμε ώρες για την αναγκαιότητα της φυλετικής καθαρότητας, πώς κάθε φυλή πρέπει να κατοικεί στα κλίματα για τα οποία είναι προσαρμοσμένη: θυμόμουνα λοιπόν κι εγώ τους δυστυχείς μαύρους να μελανιάζουνε στο βρετανικό ψύχος ή τους όλο εγκαύματα κατακόκκινους υπερβορείους που παραθέριζαν στην Κρήτη (και η Μπέτη τους αποκαλούσε "αχ γλυκύτατους"). Κουβεντιάζαμε για τον πολεμικό ιεραποστολικό ζήλο του Ισλάμ και την αποστεωμένη θεολογία των Εβραίων. Και αγαπάει πολύ τη φύση ο Αυγουστίνος: με έβγαλε από τις πόλεις και τα θέρετρα, με ανέβασε ψηλά, στα ελληνικά βουνά. Ο Αυγουστίνος μου.

Είμαι ευχαριστημένη από τη ζωή μου, λοιπόν. Οπωσδήποτε. Από την άλλη με καταθλίβει η κατάντια της χώρας μου. Αμάθεια και βρωμιά, ξένοι παντού, διαφθορά γενικευμένη. Μας έβαλαν στη μέγγενη οι ξένοι. Και ο λαός, ο κουτός λαός, ο πάντα ευκολόπιστος και πάντα προδομένος, εναπέθεσε τις ελπίδες του στους αγύρτες, στους κομμουνιστές. Που είναι οπορτουνισταί. Η εθνική ιδεολογία είναι πια προνόμιο λίγων. Τι να πεις. Είμαστε σαν εκείνους τους τελευταίους Έλληνες που περιγράφει ο Καβάφης. Θα σβήσουμε αλλά θα ξαναζήσει ο ελληνισμός, ίσως στην Αμερική, αλλού.

Θυμάμαι λοιπόν όταν συνήρθα στο εστιατόριο, εκεί στη Χάρλεϋ Στρητ. Ήταν σαν να είχα το αίμα στο στόμα μου, τη σιδηρά του γεύση, και ας μην άγγιξα το κρέας. Ανοίγω τα μάτια μου και τότε θυμάμαι και οπτικώς το αίμα που είχανε την απαίτηση οι Δυτικοί μάγειρες, οι ωμοφάγοι, να καταναλώσω. Μετά κοιτάζω τα πρόσωπα που με κοίταζαν. Συναγμένα κύκλω γύρω μου. Και αισθάνθηκα ότι βρίσκομαι κάπου αλλού, ότι η  Ελλάδα που ήξερα είναι μακριά. Ίσως κι ότι ενδεχομένως να μην υπάρχει.

GatheRate

Δευτέρα 12 Οκτωβρίου 2015

Ο σκοτεινός αιώνας: αλίμονο στους νέους

Υπάρχει μια αριστερή άποψη, η οποία πρόκειται να γίνει ακόμα πια δημοφιλής τώρα με το άτυπο κονκορδάτο του Σύριζα με τους δεσποτάδες. Σύμφωνα με αυτή την άποψη, δεν πρέπει να χτυπάμε τη θρησκεία αφού απλώς εκφράζει ηθικές αξίες που ήδη ενστερνίζεται η κοινωνία. Αδρανειακά μεν, αλλά τις ενστερνίζεται. Φρονώ ότι μια τέτοια άποψη αρνείται να δει ότι η θρησκεία, η ίδια η θρησκεία ως θρησκεία, διαμορφώνει απόψεις και στάσεις και συνειδήσεις και ότι αποτελεί τροχοπέδη για αλλαγές προς την κατεύθυνση της δικαιοσύνης και της ισονομίας. Κι αυτά χωρίς καν να λάβουμε υπόψη τη γνώμη του Arthur Clarke ότι "η μεγαλύτερη τραγωδία σε ολόκληρη την ιστορία της ανθρωπότητας είναι η κατάληψη της ηθικής από τη θρησκεία", το γεγονός ότι οι κυρίαρχες θρησκείες πρεσβεύουν πως η συντηρητική ηθική (συστατικό κάθε μίας από αυτές) συνιστά προϋπόθεση αθανασίας. Κι ας κάνουμε ότι δεν καταλαβαίνουμε τον βαθιά εξουσιαστικό χαρακτήρα της Εκκλησίας, μιας ιεραρχίας όντως "ελέω Θεού", εξ ορισμού ακατάλυτης και με αποστολική διαδοχή από τον Ένα και Γλυκύ και Σωτήρα. Κι αφήστε τους νεορθόδοξους να αδολεσχούν περί "κοινωνίας" και "σώματος" και άλλων μεταφορών, ενθαρρυμένοι από τη μεταδομιστική σύγχυση και αγυρτεία που ανάγει τη μεταφορά σε ερμηνευτικό εργαλείο, στο ένα ερμηνευτικό εργαλείο.

Δυστυχώς όμως οι παραδοσιακές θρησκείες δεν είναι ο μόνος εχθρός. Και δεν μιλάω καν για τους στρατευμένους άθεους τύπου Ντώκινς και Χίτσενς, που μιλάνε με ζήλο ιεραπόστολου και με όλη τη μύξα και την μπλαζέ υπεροψία των ελίτ. Έχω κατά νου αυτό που λέει η Εύη Βουλγαράκη:
Κάποιοι νομίζουν ότι τελειώνοντας με τον χριστιανισμό, και με άλλες μεγάλες θρησκευτικές παραδόσεις, μπαίνουν στον φωτεινό χώρο του ορθολογισμού... Όχι... δυστυχώς. Η φύση απεχθάνεται το κενό, και οι σκοτεινές λατρείες είναι παρούσες και περιμένουν τα παιδιά, εμφανιζόμενες ως αντισυστημική κουλτούρα, με τόσο ειδεχθές πρόσωπο όσο και ο ναζισμός.
Παρότι τρέφω ελάχιστη συμπάθεια προς τις "μεγάλες θρησκευτικές παραδόσεις" των μουλωχτών και της καταπίεσης και του τρόμου, δεν μπορώ παρά να υπερθεματίσω: στην Αγγλία του 3% των χριστιανών γνώρισα από κοντά τον αποθεωμένο εθνικισμό της Middle England, τις μαλακίες του νιου έιτζ, την εικοτολογία και τη σάχλα των μάγων και των παγανιστών, κάθε είδους νεο-ανιμιστικές αντιλήψεις.

Ο αιώνας λοιπόν προβλέπεται ζοφερός. Αφήνοντας πίσω τον πνιγηρό κόσμο της θρησκείας και του κάθε λογής νεοπαγανισμού και νεοανιμισμού, γυρίζω στην αφορμή του κειμένου της Βουλγαράκη: μια ταινία που είδε στον Σταρ και που απευθύνεται σε νέους και εφήβους, ένα teen movie όπως πάρα πολλά άλλα. Παραθέτω και πάλι:
[Ο] σκηνοθέτης σε βάζει με βλέμμα ερωτευμένο στον κόσμο της μαγείας, όπου υποτίθεται ότι η ρήξη είναι μεταξύ λευκής μαγείας, που παρουσιάζεται ως καλή, και μαύρης που είναι κακή. Στον κόσμο της ταινίας, στα δεκάξι τους χρόνια, σαν σε τελετή ενηλικίωσης, τα κορίτσια "διεκδικούνται" από τις σκοτεινές δυνάμεις και κατά βάση δεν έχουν δυνατότητα αυτοκαθορισμού. Είναι έρμαια στις δυνάμεις που επιδρούν πάνω τους. Το στόρι ήταν για τον αγώνα να σπάσουν οι κανόνες σε μια τέτοια "διεκδίκηση", οι οποίοι όμως ουδόλως αμφισβητούνται ως προς τη γενική τους ισχύ.

Σεξισμός απροκάλυπτος με όλα τα στερεότυπα εναντίον των γυναικών, ότι δεν είναι αρκετά λογικά πλάσματα για να κατευθύνουν τον εαυτό τους. Χωρισμός της κοινωνίας σε ισχυρά και ανίσχυρα είδη, αθάνατα και θνητά, μάγους και κοινούς θνητούς. Η μαγεία εξαίρεται ως δύναμη σε όλες τις εκδοχές της, και ένα σωρό μύθοι σκοτεινοί ενός παγανιστικού παρελθόντος των βορείων λαών περνά μέσα στην αφήγηση. Τι άλλο είναι αυτά εκτός από παραλλαγές του ναζισμού; Σεξισμός, ρατσισμός, και παγανισμός;
Μιλώντας για χρηστομάθεια που απευθύνεται σε εφήβους και νέους, θυμήθηκα ένα επεισόδιο της σειράς 'The joy of teen sex'. Η σειρά υποτίθεται ότι πραγματεύεται τα σεξουαλικά ζητήματα και προβλήματα των εφήβων και των νέων. Ο τρόπος της είναι υπεροπτικός και πατερναλιστικός, όμως αναπόφευκτα: στον κόσμο την Ηθικών Νικομαχείων όσοι δεν είμαστε λευκοί μεσήλικες εύποροι άντρες είμαστε ξένοι. Με ενόχλησαν όμως δύο περιπτώσεις στο επεισόδιο που κάθησα να δω:

Στην πρώτη, μία έφηβη πάει στον ψυχολόγο για να της πει αν είναι εθισμένη στο σεξ επειδή καυλαντίζει στο διαδίκτυο και παίζει σε σνάπτσατ κτλ. Παύση εδώ: έφηβη αν είναι εθισμένη στο σεξ. Αν είναι υγιής, δηλαδή. Τέλος πάντων. Ο ψυχολόγος τής κάνει κάποιες ερωτήσεις ολικής άγνοιας και με βάση αυτές αποφαίνεται ότι δεν είναι εθισμένη αλλά τις τάσεις της για λάιτ σαδομαζοχιστικές πρακτικές (σκαμπιλάκια κτλ. -- δεν κάνω πλάκα) να τις προσέξει. Τι να σχολιάσει κανείς εδώ; Τελειώνοντας με τους φρικτούς τιμωρούς παπάδες του Τζόυς μπαίνουμε "στον φωτεινό χώρο του ορθολογισμού"; Με τίποτα.

Μια άλλη περίπτωση αφορά ένα ζευγαράκι εκεί στα δεκαεννιά. Το πρόβλημα; Η κοπέλα παίρνει εντελώς χάλια πίπες και όχι πολύ τακτικά. Η θεραπεύτρια-σύμβουλος δίνει τεχνικές συμβουλές στο ζευγάρι και κάνει επίδειξη με μια μπανάνα, ενώ συνιστά προφυλακτικά με γεύσεις. Καθ' όλη τη διάρκεια της επίδειξης-νουθεσίας το μέν νερντουλάκι έχει γουρλώσει τα μάτια, η δε κοπελίτσα έχει αγκυλωμένο το πρόσωπό της σε γκριμάτσα αποστροφής. Κι αναρωτιέμαι: πρέπει να παίρνει πίπες το σωστό κορίτσι το υγιές; Ανυπερθέτως; Της αρέσει δεν της αρέσει; Αυτό είναι κάτι που πρέπει οπωσδήποτε να το κηρύξουμε στα έθνη;

Με δυο λόγια: ο ετεροκαθορισμός, συστημικός και συστηματικός, δεν πάει πουθενά, ακόμα και αν απαλλαγούμε από τον βδελυρό (επίθετο της μόδας) Άνθιμο, τον κήρυκα του μίσους και κουκουλωτή βιασμών. Για άλλη μια φορά, σε ακόμα ένα πεδίο, ο αγώνας αποδεικνύεται δυσκολότερος από όσο θέλουμε να πιστεύουμε.

GatheRate

Πέμπτη 8 Οκτωβρίου 2015

Αχνίζει το κάτουρο


Σήμερα στη δουλειά την ώρα που κατούραγα το φως έμπαινε από το παράθυρο υπό πολύ γνώριμη γωνία και ήταν επιτέλους φιλτραρισμένο από παχιά σύννεφα.

Κοίταξα το νήμα της ροής που έσκαγε πάνω στην πορσελάνη της λεκάνης και σχεδόν άχνιζε. Σχεδόν. Αρκετά όμως για να πεταχτώ σχεδόν είκοσι χρόνια πίσω, στην πολύ κρύα τουαλέτα ενός από τα παμπάλαια κτίρια του UCL, στον ημιόροφο μεταξύ δεύτερου και τρίτου όροφου, της τουαλέτας στην άκρη της σκάλας φάτσα στα δύο μεγάλα γραφεία και στο μικρότερο του τρίτου. Η μοναδική αντρική τουαλέτα του κτιρίου.

Κι ενώ κατούραγα σχεδόν είδα τη ροή των ούρων να σκάει πάνω στην εντελώς ψυχρή λεκάνη κάπου στο Λονδίνο και να αχνίζουν. Κι αναρωτήθηκα αυτό που δεν αναρωτήθηκα τότε: ο αχνός που ανεβαίνει είναι από τα δικά μου ούρα ή μήπως από την υγρασία πάνω στην επιφάνεια της λεκάνης που εξαχνώνεται; Και αν είναι από την υγρασία της λεκάνης που αχνίζει χάρη στη θαλπωρή των αποβλήτων μου, άραγε κουβαλάει πάνω του μικρόβια αυτός ο αχνός; Δεν το σκέφτηκα τότε, πριν δεκαεννέα χρόνια, το σκεφτηκα σήμερα το πρωί.

Δεκαεννιά είναι ο κωδικός της Ελλάδας στις διπλωματικές πινακίδες κυκλοφορίας, που εδώ και δεκατέσσερα χρόνια βλέπω σε αμάξια του προξενείου. Δεκαεννιά είναι το συνθηματικό της Κόλασης στο Κοράνι. Αλλά αυτά είναι άσχετες σκέψεις ενός τύπου που αδειάζει την κύστη του προσμένοντας το μεσημεριανό του.

Επίσης ξέρω ότι τώρα, εδώ που ο καιρός δεν με σηκώνει γιατί υποφέρω στη ζέστη, είμαι πιο ευτυχισμένος από τον κρύο και μουντό παράδεισο, από τον λαβύρινθο που λέγεται Λονδίνο. Ξέρω ότι παρά τον οίκτο που αισθάνομαι για τα κτίρια που ορίζουν τον ορίζοντα εδώ, που δεν μοιάζουνε με τη δόξα των φώτων του Σίτυ στο βάθος εκεί, στο χωριό του Blade Runner, εδώ είμαι εγώ. Εκεί ήμουν ένας μελαγχολικός και όψιμος έφηβος, βαρύς και κουρασμένος από τις κομμάρες της απραξίας και της δειλίας.

GatheRate

Τετάρτη 7 Οκτωβρίου 2015

Σώματα και βιβλία


Λοιπόν διαβάζεις κάτι βιβλία συστηματικά, που είναι στημένα σαν εκείνο το καββαλιστικό διάγραμμα με τα δέκα γκεμπουράχ, ή πώς τα λένε. Σύστημα. Κανονικό σύστημα. Αν είναι αφηγήσεις, έχουνε συστηματικούς χαρακτήρες, αφού το "ἦθος [...] ὁμαλῶς ἀνώμαλον δεῖ εἶναι", που λέει κι ο καριόλης γεροδάσκαλος. Συστηματική και η πλοκή τους, " λέγειν ἢ πράττειν κατὰ τὸ εἰκὸς ἢ τὸ ἀναγκαῖον".

Εγώ, που δεν θα γίνω βιβλίο, ακόμα και αν γινόμουν δεν θα ήμουν συστηματικό. Δηλαδή, δεν μπορώ να ξέρω, εικάζω: δεν μπορούμε να διαβάσουμε το βιβλίο που είμαστε ή το βιβλίο που θα γίνουμε ή εκείνο που θα γινόμασταν αν βρισκόταν κάποιος να το γράψει. Γι' αυτό χρειαζόμαστε άλλον να μας γράψει, με ερμηνευτική ελευθεριότητα και άδεια ποιητική και βιογραφική, γι' αυτό και χρειαζόμαστε άλλους να μας διαβάσουν. Αλλά και ποιος θέλει να γίνει βιβλίο, αν μπορεί να ζήσει; Ή μάλλον ποιος μπορεί να είναι και σώμα ζωντανό και βιβλίο; Και αν μπορεί, ποιος το θέλει;

Συστηματικός λοιπόν δεν είμαι. Δεν ξέρω από αυτά, από τίποτα δεν ξέρω. Μεγάλωσα με χάρτες κι εγκυκλοπαίδειες αποφεύγοντας μυθιστορηματα και ποίηση, μέχρι που μου ήρθε κατακούτελα η ερωτική πραγματικότητα, την οποία έκτοτε ακολουθώ συστηματικά. Αλλά η ερωτική πραγματικότητα δεν είναι συστηματική. Και με τον τρόπο της η ερωτική πραγματικότητα με κέρδισε. Δεν με έκανε παίκτη και συστηματικά πολυγαμικό, αφού ήμουν πολύ χαϊβάνι, υπερβολικά δοτικός και, είπαμε, καθόλου συστηματικός. Άσε που πέφτω με τα μούτρα, κάτι που πάντα ανησυχούσε τους φίλους μου, εκτός όταν δεν πέφτω με τα μούτρα. Είπαμε: κανένα σύστημα στην τρέλα μου.

Πάντα αντιμετώπιζα το αλκοόλ ως υποκατάστατο του έρωτα ή έστω της ανάμνησής του. Οι (λίγες, ομολογουμένως) γυναίκες που με έχουνε δει να χαμογελάω αναίτια εξαιτίας τους, να χασκογελάω χτυπημένος από οξεία πανευτυχίτιδα, το ξέρουν καλά. Όταν λοιπόν με πλακώνει ο κόσμος γύρω μου, συνήθως με τη μορφή θανάτου, όταν πρέπει να τον σηκώσω τον κόσμο στην πλάτη μου, μεταφέρομαι νοερά σε κάτι δωμάτια και κάτι σκαλοπάτια, σε κάτι δρόμους και κάτι παραλίες, σε αυτήν την πόλη που την έχω φάει ερωτικά με το κουτάλι και με έχει φάει σαν νοσταλγία. Δεν υπάρχει πουθενά το ίζημα του πόνου, κι όχι γιατί δεν υπήρξε πόνος, ίσα ίσα. Εδώ δεν θυμάμαι λαγνικά καθέκαστα και ιμερικές χορογραφίες, τουλάχιστον όχι πέρα από κάποιες μικρές λεπτομέρειες καθόλου κινηματογραφικές και ούτε καν εικαστικές καλά καλά. Έχω τη μνήμη και έχω την προσδοκία, έχω όσες άγγιξα και τις ίδρωσα και με έχυσαν. Φυλάω μέσα μου φωνές, γραπώματα, ματιές, λαβές, χύσια, φως, σκιές, σάλιο, παλμούς, βλέμματα, παύσεις, περιπτύξεις. Κι αν δεν μιλάω γι' αυτά δεν είναι λόγω σεμνοτυφίας, όχι μόνο λόγω σεμνοτυφίας, είναι που δεν έχει να πει κανείς πολλά πράγματα για την ερωτοπραξία, εκτός και αν αποφασίσει να γίνει συστηματικός, αφού οι λεπτομέρειες δεν αφορούν κανέναν. Και συστηματικός δεν είμαι.

Κρατάω ό,τι θυμάμαι σε ένα μεγάλο βιβλίο. Αυτό το βιβλίο δεν είναι είναι βιβλίο και δεν είμαι εγώ, αυτό το βιβλίο φυλάει μέσα του ό,τι έχω. Ο θησαυρός μου. Και "ὅπου [...] ἐστιν ὁ θησαυρὸς ὑμῶν, ἐκεῖ ἔσται καὶ ἡ καρδία ὑμῶν".

GatheRate

Δευτέρα 5 Οκτωβρίου 2015

Αποκάλυψη τώρα

Δεν θέλω να γράψω για αυτό το θέμα. Πρέπει να δουλέψω μέχρι αργά, αλλά και να μην έπρεπε να δουλέψω θα ήθελα να γράψω κάτι άλλο, ακόμα ένα Πορτραίτο μάλλον. Ωστόσο, από το πρωί δεν μπορώ να σκεφτώ και πολλά άλλα.

Τι μας έφερε η Μνημονιοκρατία; Προφανώς ανυπολόγιστη καταστροφή: απώλεια ζωών, αρρώστεια, θνησιμότητα, εξαθλίωση, δυστυχία. "Ε όχι και σαν πόλεμος", είπε ένας φίλος. Οι αριθμοί άλλα λένε, τα επιστημονικά άρθρα για την αύξηση των καρδιακών νοσημάτων και την έξαρση στις ψυχικές νόσους σκιαγραφούν συνθήκες πολεμικές. Η ίδια η εικόνα της καταστροφής πρέπει να είναι λαγαρά διακριτή σε όποιον δεν ζει μέσα στα προνόμια, όσο πενιχρά κι αν είναι.

Αλλά οι περισσότεροι που έχουμε την ευχέρεια να διαβάσουμε αυτό το πράμα που γράφω τώρα ζούμε μέσα σε προνόμια, απλώς σε λιγότερα και ισχνότερα προνόμια από πριν. Το λέει πικρά και ο Χάουαρντ Ζινν: οι ανατροπές δεν έρχονται όταν εξαθλιώνονται και καταπιέζονται οι φτωχοί, αυτοί πάντα ποδοπατούνται, πάντα πεθαίνουνε τζάμπα, πάντα -- θα πρόσθετε κανείς -- αποτελούν πρόσφορο στόχο σκοποβολής του κάθε μπάτσου. Οι ανατροπές έρχονται, συνεχίζει ο Ζινν, όταν θιγεί η μεσαία τάξη, όσοι υποστηρίζουν και υπηρετούν και θεραπεύουν τις ελίτ.

Τα τελευταία πέντε χρόνια η μεσαία τάξη χτυπήθηκε άγρια: το βιοτικό της επίπεδο αλλού έπαθε καθίζηση και αλλού κατέρρευσε, ενώ η δημοκρατία της μετατράπηκε σε μια προσχηματική τελετουργία που φρουρούν απροκάλυπτα αυταρχικές αστυνομικές δυνάμεις. Ενώ τα πρώτα δύο χρόνια φάνηκε ότι και εδώ η χτυπημένη μεσαία τάξη θα έφερνε την ανατροπή, μετά την ανελέητη κτηνωδία του Φεβρουαρίου του '12 αναδιπλώθηκε με τρεις τρόπους. Μια πλειονότητα των νοικοκυραίων ανέθεσε τα πάντα στην επικείμενη Βασιλεία του Σύριζα. Μια επίσης μεγάλη μερίδα τους εναγκαλίστηκε με μετάνοια και ανακούφιση την παμπάλαια νεοελληνική τακτική του "σώπαινε να περάσουμε", με ολίγη από νεοφιλελεύθερη σάλτσα και σουσουδικό ευρωπαϊσμό κεμαλικού: προνόμια ας είναι, κανονικότητα τα λένε, κι ας είναι και λειψά. Άλλοι, τέλος, ξανάπεσαν στον φασισμό (ναζιστικό ή μη), ο οποίος και στο παρελθόν έχει ξελασπώσει μέρος της μεσαίας τάξης με τον άκομψο και βάρβαρο αλλά πάντοτε αποτελεσματικό του τρόπο -- τρεισίμιση φορές μέσα στον εικοστό αιώνα,  με τη μισή να ανήκει στο πολιτικό μη-κομματικό κίνημα του Πάσης Ελλάδος Χριστόδουλου.

Γνωστά τα παραπάνω, λίγο-πολύ. Γνωστός ο ρόλος των ΜΜΕ, τα οποία μεταμορφώθηκαν από μέτριας νοημοσύνης, υψηλών αξιώσεων και αστάθμητης πιστότητας κουτσομπόληδες σε κλώνους του Ριζοσπάστη. Μόνον που υπηρετούν την ασυδοσία, τη βαρβαρότητα, τον ψόφο για τους αδύναμους -- κι ας μην αναγράψουν ποτέ τον όρο "ψόφος" στις πολύχρωμες από διαφημίσεις σελίδες τους. Άλλωστε η λεκτική βία δεν είναι απαραίτητη όταν απλώς σου ζητείται να δικαιολογήσεις την ταξική βία, που δεν κάνει πάταγο, και την παντοειδή καταστολή.

Κι αυτά γνωστά. Πάντως, από τη 12η Ιουλίου είδαμε να πραγματοποιείται η εσχατολογική φαντασίωση χιλιάδων χιλιαστών και φανατικών: ο συριζαϊκός Μεσσίας συνθηκολογεί με τον Διάολο, καθίσται Αντίχριστος και γίνεται εγγύηση ότι κανείς δεν θα γλυτώσει. Τώρα πια και διά της εις άτοπον απαγωγής η υποτέλεια και η εξαθλίωση είναι πια μονόδρομος. Και έτσι στις 20 Σεπτεμβρίου κληθήκαμε να επιλέξουμε την κατοχική κυβέρνηση που θα μοιράσει την μπομπότα δικαιότερα ή πιο φιλάνθρωπα έστω, κρατώντας το έθνος υπερήφανο και ενωμένο, νυν και αεί υπό τα αναχρονιστικά λάβαρα των Σαλαμινομάχων και εστεμμένο με τις μίτρες των επισκόπων μας, όλοι εκ των οποίων είναι τουλάχιστον μητροπολίτες.

Η μεγάλη απώλεια των πέντε ετών, μετά τους ανθρώπους, τις ζωές, τις χαμένες ευτυχίες και τις ακυρωμένες ευκαιρίες, είναι λοιπόν ο πολιτικός λόγος της ελευθερίας.

Κοιτάξτε γύρω σας: οι κήρυκες της νεοφιλελεύθερης ασυδοσίας νιώθουνε δικαιωμένοι που δεν παρασάλεψαν από τα δόγματά τους επί πενταετία. Οι πανταχόθεν οχυρωμένοι καθεστωτικοί γραφιάδες συνεχίζουν το μισανθρωπικό κήρυγμά τους, στη χειρότερη παράδοση του χρονογραφήματος και της κάθε λογής χρηστομάθειας, ακλόνητοι και βαθιά αδιάφοροι. Οι ναζί δολοφόνοι και οι συνεργοί τους αναβαπτίζονται σε επαναστατικά υποκείμενα. Η κοσμικότατη Εκκλησία θριαμβεύει παντού. Ο αριστερός λόγος εκφυλίζεται ξανά σε ιερεμιάδες για ακόμα μία ήττα ή παραβλαστάνει σε περίπλοκες στρεψοδικίες που θα ζήλευε και ο δεινότερος ιεροκήρυκας, όταν δεν χάνεται σε σχολαστικότατες διαπραγματεύσεις ζητημάτων λίγο-πολύ μετατοπισμένων από τη σημερινή ταξική πραγματικότητα. Στον πολύ κόσμο μένουνε συνθήματα μόνο, μένει και σάτιρα ξεθυμασμένη και ατελέσφορη, διακωμώδηση σχημάτων και προσχημάτων αλλά όχι μαστίγωμα της εξουσίας.

Γίνεται λοιπόν ολοένα και πιο δύσκολο να μιλήσεις από τον Ιούλιο και μετά. Όποιον τρόπο, όποιο κειμενικό είδος και αν διαλέξεις, ό,τι και να υποστηρίξεις, είναι από χέρι χαμένη υπόθεση. Αυτό δεν οφείλεται, όπως ακούγεται, στο ότι όλα γίνονται πια πολτός στο μπλέντερ. Ίσα ίσα, κάθε τι που λέγεται πλέον διαθέτει μοναδική καθαρότητα και αξιοζήλευτη σαφήνεια, ακόμα και όταν πρόκειται για δικανισμούς και καζουισμούς ή για αναίσχυντη προπαγάνδα και επονείδιστο ψεύδος.

Δυστυχώς όμως πια δεν μπορείς να ελπίζεις ότι όσα λες και γράφεις διαθέτουν την παραμικρή ικανότητα να παρακινήσουν οποιονδήποτε να πράξει οτιδήποτε: ξαναβουλιάξαμε στη θρησκεία των βεβαιοτήτων, στο κουτσομπολιό προθέσεων, στο φιλοσοφικό λακριντί, στην ατελείωτη κωζερί για τα πάντα. Η αντίσταση και η αλληλεγγύη απογυμνώνονται κι αυτές από την δράση τους, την ουσία τους δηλαδή, καταντάνε συνθήματα και δηλώσεις καλών προθέσεων στα διάφορα φόρα.

Αργά καταβυθιζόμαστε στην άβυσσο, πετσιά άδεια από κόκαλα και μύες, όπως οι δαπανημένοι άντρες στο Under the skin.

GatheRate