Τρίτη 10 Σεπτεμβρίου 2013

Deve alzarsi perpendicolarmente

Α όχι, δε χαρίζει κάστανα. Α μπα, όχι. Φωτιά, φαρμάκι, άρματα. Πανοπλίες κι ασπίδες. Οστρακοειδή. Άλλοι τα θέλουν να ζεματίζονται πεθαίνοντας πνιγμένα στο λεμόνι και να τα καταπίνουνε σα φλέγματα και σπέρματα, άλλοι τα θέλουνε βρασμένα και μαγειρεμένα να βλέπουνε τις δίπλες τους σα χείλη. Ναι, σαν εκείνα τα ωραία χείλη που ανθίζουν από το αίμα που τα φουσκώνει και που γυαλίζουνε στους χυμούς τους δικούς τους. Αυτά, ναι, αυτά που τρόμαξαν τον Ρότζερ Γουότερς πριν δεκαετίες, ότι θα τον φάνε σα λουλούδια σαρκοβόρα. Άσε μας ρε Ρότζερ. Άσε μας τώρα. Άσε με άσε με άσε με άσε με να σ' αγαπάω, παιδικές αναμνήσεις. Το ασυνείδητό μας είναι διακοσμημένο με τα σουξέ των άλλων, απ' τις εικόνες των άλλων -- ενίοτε κι από τη νύχτα των άλλων -- τον καιρό της παιδικής μας ηλικίας. Κι αυτά κι εκείνα, και Βοσκόπουλος και Διονυσίου και οι δυσοίωνες του Έγκμοντ συγχορδίες και διαφημίσεις κι ο Βαρτάνης και κατι χώρες  με παρηχητικά ονόματα που πολέμαγαν: Ιράν-Ιράκ. Ποτέ Ιράκ-Ιράν, μόνον Ιράν-Ιράκ. Κι ο θρόνος του Πολάνσκυ, Καπατέκ-Αναχουάκ. Αυστηρός με τον εαυτό του, αυστηρός με τους άλλους, τον είπες κακόβουλο, εννοούσες κακόπιστο, ίσως και κακότροπο, έτσι για γαρνιτούρα. Τα οστρακοειδή τα τρώει μαγειρεμένα, να είναι ανοιχτά τα όστρακα, να αποκαλύπτουν λίγο κάτι από τις αιδοιόμορφες δίπλες, από τα πέταλα της σάρκας τους. Να γυαλίζουν απ' ό,τι αναβρύζει από μέσα τους. Κι όχι δε μιλάω για μύδια τώρα. Για το άλλο μιλάω. Το γλυκό μουνί της όποιας νιότης. Που μοσχοβολάει σα φύλλα ξεραμένα καλοκαιρινά πρωτονοτισμένα το φθινόπωρο. Όπου υπάρχει ελπίδα για φθινόπωρο. Αλλά, ναι, τα μύδια: τα μύδια έχουνε κέλυφος. Μεγάλωσε και έζησε όμορφα ανάμεσα σε ανθρώπους με καβούκια, με κελύφη, με τσόφλια. Και με σάρκα από μέσα. Κι έτσι αντιπαθεί και δεν εμπιστεύεται τους σκληρούς πυρήνες. Μόνο στα ροδάκινα ανέχεται τους σκληρούς πυρήνες: χνουδωτά, με σάρκα τρυφερή και γλυκειά ποτισμένη στο γλυκό ζουμί που κολλάει. Εντάξει, οκέι, έχουνε κι ένα αηδιαστικό κουκούτσι, έναν σκληρό πυρήνα. Αλλά, ε, τον πετάς. Αυτό είναι: κουκούτσι. Όσο σκληροπυρηνικό κι αν είναι, είναι κουκούτσι, δεν παύει να είναι κουκούτσι: χώσε το στο χώμα σαν την PJ Harvey, να πεθάνει, να βγάλει δέντρο που θα ανθίζει. Εκεί όπου οι ροδακινιές μπορούν να ανθίσουν. Έχει τον ανθρωποδιώχτη. Το προφανές και εύκολο, για να το λες όταν χρειάζεται. Τρομάζει τον κόσμο. Τους διώχνει. Σαν ελαφάκια. Σα γατιά που κοιτάζουνε για μια στιγμή και μετά δρασκελούν για να κρυφτούνε. Έτσι, λέει, περνάει όχι σαν υπερωκεάνειο που τραγουδάει και πλέχει, παρά ταχύπλοο στα χέρια μεθυσμένου, που τους σκορπάει όλους μην τυχόν και τους ακρωτηριάσει. Είναι άπονος κι αδιαπέραστος, τελικά. A brain in a vat. A cock in a vat. Εξαρτάται, του λες, εξαρτάται. Και, ω, πόσο μα πόσο του αρέσει να ακούει τη φωνή του να μιλάει. Τη φωνή του δεν την αντέχει αλλά του αρέσει να μιλάει αυτή η φωνή και να αρθρώνει τα ι και ε και τα φσπ και φσθ και σθ και πολλυσύλλαβα κι όλα όσα τη δυσκολεύουνε πολύ. Οι δυσκολίες, οι σιωπές, τα σαρδάμ, οι μικρές αγωνίες και τα άγχη που επιπλέουν στο αλκοόλ σα μικρά παγόβουνα. Κάτι τρέμουλα. Φορές φορές βλέμματα βαθιά: λες ότι βλέπεις τον πάτο του πηγαδιού της όρασης και ξάφνου σου αποκαλύπτονται βαθύτερα πηγάδια, αρτεσιανά, και υπόγειες στοές που αναβρύζουν νερά και μύρα και ατμό. Μα τι γλυκός και τρυφερός είσαι. Κι αυτό επίσης ακούστηκε. Στην άκρη ενός κρεβατιού, στην άκρη ενός δάσους, στη ρωγμή του χρόνου, μέσα σε ένα αυτοκίνητο, μέσα σε ένα γραφείο που μύριζε μπαγιάτικο καφέ, μέσα σε ένα δωμάτιο, μέσα από μια ψυχή που αναπηδούσε μέχρι τον ουρανό, στην άκρη του δρόμου, στο τέλος της απελπισίας και στην αρχή της ελπίδας, στην άκρη ενός στρώματος ή ενός καναπέ ή μιας ξαπλώστρας ή μιας πόλης. Πλάι σε παράθυρα, μέσα σε μπαρ, στη μέση του δρόμου. Ή και στην άκρη του δρόμου, εκεί όπου πέφτουν τα φύλλα. Τέλος πάντων. Ένα πλάσμα αξιολύπητο. Κι αυτό, ναι, κι αυτό. Που ζυγίζει. Που κρατάει πισινές και μετράει τα λόγια του και που τα πετάει ένα ένα σα στιλέτα τσίρκου, που έχει πάντα δίκιο. Ένας που δε δίστασε να πει "όλα σ' εμένα γυρίζουν" και που δε μίλησε, άλλοτε γιατί μουγκός υπήρξε, άλλοτε για να μη δώσει τα κλειδιά της Βασιλείας σε κανέναν άλλο. Αυτός ο μαύρος κι άραχλος και άραχνος που δεν τον ξέρει κανείς και που παραπονιέται πως κανείς δεν τον ξέρει και κατά βάθος ευφραίνεται που δεν τον ξέρει κανείς. Που δεν αγαπάει αν δεν εκτιμάει, που αγαπάει σφοδρά κι αμετάκλητα και σπάνια, που βαριέται εύκολα αλλά δεν παύει να ποθεί ποτέ, που δεν ξεχνάει και δεν πλήττει και δεν ησυχάζει, που δεν κοιμάται, που αφρίζει και αναπηδά σαν τον χοχλό που βράζει, που ποτέ δεν ησυχάζει, που αλλάζει τα δικά του λόγια με άλλων και τα φοράει σαν να ήτανε δικά του αλλά με την ίδια ευκολία υφαίνει πάλι τα δικά του και τα λέει σαν να ήταν άλλων. Που τον τρώει η αδικία όπως τον τρώει η αγαμία, με τον ίδιο τρόπο και την ίδια διαβρωτική μανία. Που βλέπει εφιάλτες με τα νεκρά παιδιά των άλλων, που ονειρεύεται την Παράδεισο της γαλήνης και την ταραχή των λογισμών και των άγριων πόθων. Που δεν ξέρει πού πάει και που δε θέλει πουθενά να πάει, απ' τον καιρό που τον ρωτούσαν τι θα γίνει άμα μεγαλώσει κι έλεγε "γεωγράφος, να φτιάχνω χάρτες", κι ας ήξερε ότι δεν έμενε κανένα μέρος να ανακαλύψει κανείς πια. Ποτέ. Ψυχάρα ίσως. Μεγάλη. Πολύ θερμή. Λίγο παιδική. Μπορεί, ποιος ξέρει. Μεταξύ άρνησης και υπέρβασης, δίπλα στην απώλεια και καβάλα στις περιστάσεις, άγριοι κι έτοιμοι να εξιδανικεύσουμε, δοσμένοι σε σκοπούς που αλλού θα θέλαμε να μας πάνε και κινημένοι από σπάνιες αγάπες, πολύτιμες ενσυναισθήσεις, ευαισθησίες και μεταμέλειες: για τον πόνο του άλλου, για τον φόβο του άλλου, για τη χαρά του άλλου, για το στιγμιαίο καθρέφτισμά μας στον άλλο που (αν εστιάσω το βλέμμα σωστά) βλέπω τον άλλο. Έτσι ζούμε. Με όσα ξέρουμε, με όσα ζήσαμε, με όσα χάσαμε, με όσα απωλέσαμε, με όσα με πείσμα ποθούμε, με το γρέζι της ελευθερίας και το αφιόνι του προνομίου. Με όσα αρνούμαστε ότι ποθούμε. Κι όσα μας ξεπερνάνε. Κατά βάθος, λέει, ο ποιητής έχει ένα θέμα: το ζωντανό σώμα του. Να ρωτήσω τους ποιητές που ξέρω να μου πουν. Αν θα μου πουν. Που δε θα μου πουν. Ας μην πουν πού θα βρω το θέμα μου. Ξέρω πού είναι το σώμα μου. Ξέρω πού είμαι. Δεν ξέρω πού πηγαίνω, δε θέλω να πάω πουθενά, θέλω να στέκομαι να κοιτάζω. Και να κάθομαι αλλά και να περπατάω, ενδεχομένως να χάνομαι, αλλά να επιστρέφω. Να επιστρέφω εκεί όπου θέλω και όλα να επιστρέφουνε σ' εμένα. Να μη φοβάμαι τον χρόνο και να πάψω να σιχαίνομαι την αναμονή, να εμπεδώσω κι εγώ το cunctando regitur mundus επιτέλους. Μόνο που, βεβαίως, το τελευταίο πράγμα που με ενδιαφέρει είναι να κυβερνήσω τον κόσμο. Που δεν μπορώ. Και δε θέλω όμως. Ένα σεντόνι με οστρακοειδή και ένα τραπεζομάντηλο με την ευωδιά του κορμιού της γυναίκας. Πέντε ευωδιές βγάζει το κορμί τους. Έστω, μια-δυο από αυτές. Και όχι, ψέματα λέει. Κι άλλα θέλει. Και λοξό φως και ψωμί ψημένο να μυρίζει. Και κάτι κουβέρτες και κάτι σημάδια στο δέρμα και κάτι παραφορές στο Βερολίνο. Και θέλει και να ταξιδεύει. Κι ας γυρίζει πίσω μετά. Όλοι στο έδαφος και στο νερό και στα λουλούδια θα γυρίσουμε -- αλλά ποιος δε θέλει να ταξιδεύει. Κι αν δεν μπορεί να ταξιδεύει, να τυλίγει δυο λόγια με μέλι και να τα στέλνει. Σαν το μέλι ανθέων, σάρκινων, πνευματικών και άλλων. Ώσπου όλα να τα πιάσει η μουσική και να τα κάνει ένα. Να τα κάνει φωτιά που καίει σκότη και παράγει φως, άντε, ίσως και θερμότητα. Και μέλι. Και μέλισμα, και μουσική. Ψηλά και προς τα πάνω, με τον τρόπο της φλόγας και του κύματος που σκάει.

GatheRate

3 σχόλια: